Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρακάς ο [arakás] Ο1 : γενική ονομασία σειράς ψυχανθών φυτών και ο αντίστοιχος καρπός, τα σπέρματα του οποίου τρώγονται ως όσπριο· (πρβ. μπιζέλι).
[μσν. αρακάς η μεταπλ. κατά τα αρσ. σε -άς, ανατολ. προέλ., σύγκρ. αρχ. ἄρακος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρακάς [arakás] ο, bot
- any of several peas, especially
- ① green pea, Pisum sativum (syn μπιζέλι):
- μας φίλεψε κοτόπουλο αρακά she treated us to chicken w. green peas
- ② grass pea, chickling vetch, Lathyrus sativus (syn λαθούρι, φάβα)
[fr postmed (Somavera) αρακάς ← PatrG, K (also pap, 2nd & 3rd c. AD) ἀρακάς, ἄραξ ← K (also pap), AG ὁ ἄρακος]