Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραιώνω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραιώνω [areóno] -ομαι Ρ1 : 1α.αυξάνω τα κενά διαστήματα μεταξύ προσώπων ή πραγμάτων ή μειώνω την πυκνότητα, τη συνοχή τους. ANT πυκνώνω: Ο κηπουρός αραιώνει τα φυτά για ν΄ αναπτυχθούν καλύτερα. Οι εύστοχες βολές του πυροβολικού αραίωσαν τις γραμμές του εχθρού. Οι μαθητές αραιωμένοι έκαναν ασκήσεις γυμναστικής. Mε τρόμο διαπίστωσε πως ξαφνικά τα μαλλιά του είχαν αραιώσει πολύ. || Aργά το βράδυ αραιώνει η πελατεία του μαγαζιού, λιγοστεύει. β. (για σύσταση κυρ. υγρών, ρευστών) ρίχνω σε ένα πυκνό υγρό ή σε ένα διάλυμα κτ. πιο αραιό. ANT πυκνώνω: Aραίωσε την μπογιά με λίγο νέφτι. Πολλοί αραιώνουν το γάλα με νερό. || H κόλλα αραίωσε πολύ και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί. || (ειδικότ. για οινοπνευματώδη ποτά) μειώνω το ποσοστό του αλκοόλ: ~ το ούζο / το ουίσκι με νερό ή με σόδα. 2. (χρον.) μειώνω, ελαττώνω τη συχνότητα. ANT πυκνώνω: Tον τελευταίο καιρό αραίωσε τις επισκέψεις του. Ο ηθοποιός αραίωσε τις εμφανίσεις του στο θέατρο. || Tα τηλεφωνήματά του / τα γράμματά του αραίωσαν, ώσπου σταμάτησαν εντελώς.

[λόγ. < αρχ. ἀραι(ῶ) -ώνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραιώνω [areόno] ipf αραίωνα, aor αραίωσα (subj αραιώσω), pf & plupf έχω-είχα αραιώσει, mediop αραιώνομαι, aor αραιώθηκα, pf & plupf έχω-είχα αραιωθεί, είμαι-ήμουν αραιωμένος
  • Ⓐ trans
  • ① spread or space out, disperse, open (syn αναριεύω 1, αριεύω 1, ant L πυκνώνω, συμπτύσσω):
    • αραιώνει τα δέντρα στον κήπο |
    • ~ τα θρανία στην τάξη |
    • οι στρατιώτες αραιώνουν τις γραμμές τους |
    • οι πολιορκημένοι αναγκάζονται ν' αραιώσουν τις μικρές τους δυνάμεις, για να υπερασπίσουν τα αφύλακτα τείχη (Vacalop) |
    • αφού σήκωσαν αρκετή σκόνη, ο δάσκαλος φώναξε "αλτ!" και τους αραίωσε (Panagiotop)
  • ⓐ reduce the number or quantity of, make less or smaller, diminish, lessen (syn ελαττώνω L, λιγοστεύω):
    • αραιώνει τα φύλλα του δέντρου |
    • αραιώνειτα φρύδια της |
    • αραιώνει την αλληλογραφία του |
    • η γυναίκα μου αναγκάστηκε ν' αραιώσει την εργασία της στον κήπο (Delmouzos) |
    • δίνει εντολή στον T. να σταματήσει ή ν' αραιώνει τις αθρόες αυτές συνεργασίες (Valetas) |
    • αραίωσαν τις σχέσεις τους με την N. και λίγο λίγο τις έκοψαν ολότελα (Petsalis) |
    • οι εισβολές θα είχαν αραιώσει τους πληθυσμούς των χωριών (Vacalop)
  • ⓑ reduce the frequency of, make few and far between (syn ελαττώνω, μειώνω L, λιγοστεύω):
    • κοντοζυγώνοντας η μέρα του γάμου, ο αρραβωνιαστικός αραιώνει τις βίζιτές του (Palam) |
    • αραίωσε εκείνη μόνη της τις συναντήσεις (Petsalis)
  • ② rarefy, dilute, thin down, weaken (near-syn διαλύω, ant πυκνώνω):
    • ~ γάλα, κρασί, μέλι, σιρόπι |
    • ~ τη σούπα με νερό |
    • ~ τη μπογιά με νέφτι |
    • γνοιαζόταν να τους κουβαλήσει νερό που αραίωνε, άσπριζε το βούρκο τους (Plaskovitis)
  • ③ typogr etc insert (large) intervals between the letters or lines, space out, open
  • Ⓑ intr
  • ④ be or become (widely) spaced or spread out, disperse (syn αναριεύω 2, near-syn σκορπίζω):
    • έδωσε οδηγία να μην αραιώνουν στο δρόμο για να μη χαθούνε (ChZalokostas, adapted)
  • ⓒ become reduced in number or quantity, decrease, thin down, become less or fewer (syn ελαττώνομαι L, λιγοστεύω, ant πληθαίνω, πυκνώνω):
    • αραιώνει η πελατεία, το πλήθος, η συντροφιά, ο συνωστισμός |
    • αραιώνει η βροχή, το πράσινο, το χιόνι |
    • αραιώνουν οι διαβάτες, οι επισκέπτες |
    • αραιώνουν τα σύννεφα |
    • αραίωσαν οι ομοβροντίες, οι πυροβολισμοί, τα χειροκροτήματα |
    • αραίωσαν τα μαλλιά του |
    • οι αγοραστές [του βιβλίου] αριώθηκαν σημαντικά (Xenop) |
    • σιγά σιγά κατακαθίζει ο θόρυβος, αραίωσε το πηγαινέλα (Petsalis)
  • ⑤ become diluted, rarefied, or weakened (syn αριεύω 2, ant πυκνώνω):
    • αραιώνει ο καπνός, η ομίχλη, το σκοτάδι |
    • αραιώνει η σούπα |
    • ν' ανοιχτούν μερικά παράθυρα, για ν' αραιώσει η μπόχα της ανθρωπίλας (Terzakis) |
    • η ανάμνηση του άρρωστου αραίωνε ολοένα, απομακρυνόταν κ' έσβηνε (MNikolaidis) [fr postmed (Somavera) αραιώνω ← K, AG àραι΅ (-όω)]. Cf also αριώνω.
< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες