Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραιός
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
αραιός, επίθ.
  • Που δεν είναι πυκνός στην υφή του:
    • (Mάρκ., Bουλκ. 34718).

[αρχ. επίθ. αραιός. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραιός -ή -ό [areós] Ε1 : 1.που δεν έχει συνοχή, που εμφανίζει κενά διαστήματα (στο χώρο ή στο χρόνο), που είναι μικρός σε ποσότητα ή σε συχνότητα. ANT πυκνός: Aραιά μαλλιά / δόντια / γένια. Aραιό χτένι / κόσκινο / ύφασμα. Aραιή συγκέντρωση. Aραιό πλήθος. Aραιές ψιχάλες / σταγόνες βροχής. Aραιά διαστήματα / διαλείμματα. Aραιά χειροκροτήματα υποδέχτηκαν τον καλλιτέχνη, λίγα. 2. που δεν έχει πυκνότητα στη σύστασή του. ANT πυκνός: Aραιή ομίχλη. Aραιές νεφώσεις θα επικρατήσουν κατά τόπους. || (για υγρά) νερουλός. ANT πηχτός: Aραιή σούπα / διάλυση. Aραιό ζουμί / γιαούρτι. αραιά ΕΠIΡΡ: Πλέκω / γράφω ~. || (έκφρ.) ~ και πού*. ΠAΡ ~ τα σκόρδα να χοντραίνουν, οι κατάλληλες συνθήκες φέρνουν καλό αποτέλεσμα.

[λόγ. < αρχ. ἀραιός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραιός, -ή, -ό [areós] (L) (& D αριός, -ά, -ό)
  • ① thinly distributed, spread or spaced (out), sparse, scattered (syn ανάριος 1, ant πυκνός):
    • ~πληθυσμός |
    • αραιοί διαβάτες, οικισμοί |
    • αραιή βλάστηση, δενδροστοιχία |
    • αραιή κίνηση, παράταξη |
    • αραιό μουστάκι, χορτάρι |
    • αραιά δάση, δόντια, μαλλιά, νησιά |
    • αραιά χειροκροτήματα |
    • στοιχειοθεσία με αραιά γράμματα |
    • πουλί με αραιό πούπουλο |
    • ~ σχηματισμός milit open formation |
    • θα πυκνώσει το αραιό ποίμνιο των ορθοδόξων (Tatakis) |
    • μια μάζωξη πίσω από τον ιδιοχτήτη αριά κι ανέμελη τον ξεπροβόδαγε (Panagiotop) |
    • αραιές σταγόνες κρύου ιδρώτα φάνηκαν στο μέτωπό του (Charis) |
    • το ύψωμα το σκέπαζαν μόνο αραιά πουρνάρια (ChZalokostas) |
    • poem οι συντροφιές εδώ πιο αριές, κ' εκεί πιο πυκνωμένες, | μαζώνονται κλ (Palam)
  • ⓐ loosely woven, thin, fine (syn αγανός 1b, ant κρουστός):
    • είναι ακατανόητη μια αφήγηση χωρίς μύθο, χωρίς στημόνι οσοδήποτε αραιό (Panagiotop)
  • ② usu pl occurring infrequently or rarely, far between, occasional, scattered (syn ανάριος 1b, ant συχνός):
    • αραιή αλληλογραφία, φοίτηση |
    • αραιές επισκέψεις |
    • αραιές χιονονιφάδες, ψιχάλες |
    • αραιά ταξίδια |
    • αραιά χρονικά διαστήματα |
    • τίποτε τόσο δε μ' ενοχλεί όσο οι χαιρετισμοί προς εμένα, κι ας είναι αραιοί και σπάνιοι, από κάποιους ενθουσιαστικούς πανηγυριστές (Palam) |
    • ακούγαμε λίγα λιανοντούφεκα, καμιά ριπή πολυβόλου κ' ένα αραιό κανονίδι (ADoxas) |
    • συνέχισε αραιή την ποιητική παραγωγή του (Dimaras) |
    • επέτρεπε αρκετές αλλά αραιές φορές στη M. να συνοδέψει τον A. (MGeorgiou)
  • ③ not thick or dense, rarefied, rare, thin (syn ανάριος 2, ant πηχτός, πυκνός):
    • ~καπνός |
    • αραιή βροχή, ομίχλη, σκόνη |
    • αραιό φως, αραιά σύννεφα |
    • αραιή διάλυση dilute solution |
    • αραιή δόση diluted dose |
    • υγρό αραιότερο απ' το νερό |
    • η ύλη αυτή, όσο και να 'ναι αραιή, δεν παύει να 'ναι ύλη (Kanellop) |
    • φανταζότανε τον εαυτό της κρυμμένον στ' αραιό σκοτάδι (Plaskovitis) |
    • έξω χιόνιζε, ένα λεπτό, αραιότατο χιόνι (Petsalis)

[fr postmed, MG αραιός ← K (also pap), AG ἀραιός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραιοσπαρμένος -η -ο [areosparménos] Ε3 : που τον έχουν σπείρει κατά αραιά διαστήματα: Aραιοσπαρμένα κλήματα.

[αραι(ά) -ο- + σπαρμένος μππ. του σπέρνω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραιόστυλος, -η, -ο [areóstilos] (L) AG archit
  • having distances between columns larger than three column diametres:
    • είναι έκδηλη η αραιόστυλη διάταξη και η έμφαση, που δίδεται στο κορινθιακό κιονόκρανο (Michelis)

[fr kath αραιόστυλος ← K (Vitruvius) ἀραιόστυλος, cpd w. στύλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες