Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραιόμετρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραιόμετρο το [areómetro] Ο42 : (φυσ.) όργανο με το οποίο μετρούν την πυκνότητα των υγρών· πυκνόμετρο.

[λόγ. < γαλλ. aréomètre < αρχ. ἀραι(ός) -ο- + -mètre = -μετρον]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραιόμετρο [areόmetro] το, (L) phys
  • instrument for the measurement of density of liquids which are less dense than water, areometer, hydrometer (near-syn πυκνόμετρο)

[fr kath (neol Koumanoudis) αραιόμετρον ← ISV arὐomὠtre, cpd of αραιός & μέτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες