Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αραιά, επίρρ.· αρά· αραία.
-
- Εκφρ. αρά και που, αρά και πότε, κάπου και αραία = κατά αραιά διαστήματα, σπάνια:
- (Σαχλ., Aφήγ. 43), (Ροδολ. Β´ 410), (Συναδ. φ. 82v).
[<επίθ. αραιός. Oι τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- Εκφρ. αρά και που, αρά και πότε, κάπου και αραία = κατά αραιά διαστήματα, σπάνια:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραιά [areá] adv (L) (& D αριά)
- ① at a distance fr one another, wide apart, dispersively (syn ανάρια 1):
- σπέρνω, φυτεύω ~ |
- κάθονται, στέκονται ~ |
- οι λέξεις τυπώθηκαν ~ |
- όταν έβγαιναν σε ξέφωτα, προχωρούσαν ~ (ChZalokostas) |
- τους βάζει να την ακολουθήσουν ~, όχι μπουλούκι (id.) |
- ο στίχος, που αποτελείται από λιγότερα γράμματα, γράφεται αραιότερα (Charitonidis) |
- το ίδιο γίνεται με τις αραιότατα τοποθετημένες θύρες του ισογείου (Kanellop)
- ⓐ sparsely, thinly (ant πυκνά):
- αριά δασωμένη πλαγιά |
- η Aσία είναι ~κατοικημένη στις βόρειες περιοχές (Evelpidis) |
- αρχαιολογικά ευρήματα η Ήπειρος δεν παρουσιάζει, διότι οι κάτοικοί της έζησαν πάντα ~ (ChZalokostas)
- ② infrequently, sporadically, seldom, rarely (syn ανάρια 2, σπάνια, σποραδικά, ant συχνά):
- βλεπόμαστε ~ |
- ασκείται ~ |
- λίγο λίγο αρχίζουν να γράφουν αραιότερα στους γονείς τους (Petsalis) |
- τα τελευταία χρόνια δεν εμφανίζεται παρά αραιότατα στη δημοσιότητα (Peranthis)
- ⓑ at long intervals:
- το καμπανάκι τώρα βαρούσε ~και πένθιμα (Tsirkas)
- ③ ~~ at intervals, fr time to time, intermittently (syn ανάρια ανάρια):
- κατάλαβε πάνω στο γυμνό της μπράτσο να χτυπούν ~~ τα μικρά του δάχτυλα (Venezis) |
- folks. αριά αριά τα ρίχνουνε οι κλέφτες τα τουφέκια, | γιατί είν' οι μαύροι μετρητοί, γιατί είν' οι μαύροι λίγοι (Theros)
[fr postmed, MG αραιά, der of αραιός]
- ① at a distance fr one another, wide apart, dispersively (syn ανάρια 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραιά και πού [areá ce pú] adv (& αριά και πού) phr
- ① here and there, in some places (syn εδώ κ' εκεί, που και που):
- στις πλαγιές της πέφτουνε αριά και πού μενεξεδένια απόσκια (Vlami) |
- μονάχα ~ λεκιάζουν την πολιτεία δυο τρεις σκούροι τόνοι (Sfakianakis, adapted) |
- η πόλη κολυμπούσε στο σκοτάδι· ~ ξεχασμένα φώτα, παράθυρα δίχως σκούρα κλ (Tsirkas) |
- ~ ξεχώριζαν άοπλοι στρατιώτες, ξανθοί και ροδαλοί σαν κορίτσια (Koumantareas)
- ② at (long) intervals, fr time to time, now and then, occasionally, sporadically (syn κάπου κάπου, πότε πότε):
- έρχεται, περνά ~| αστράφτει αριά και πού |
- ~ μια υποψία του περνούσε από το μυαλό (Psichari) |
- για να μην ξεχνάει, πως είναι άντρας της, ~ τη μαύριζε στο ξύλο (Melas) |
- μόνο ~επισκεπτόμουν την πατρίδα μου (Xenop) |
- παρουσίαζε ~ λίγους στίχους του (Charis)
[fr postmed (Somavera) phr αραιά και που]
- ① here and there, in some places (syn εδώ κ' εκεί, που και που):