Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αραθυμώ· αροθυμώ· ραθυμώ.
-
- Α´ Aμτβ.
- 1) Eίμαι νωθρός, οκνηρός· τεμπελιάζω:
- όταν … ραθυμήσω πώς ποτε και λείψω από τον όρθρον (Προδρ. IV 46).
- 2) Ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες μου:
- τότε εραθυμήσαμεν και εις ύπνον εγυρίσθην (Λίβ. Sc. 1535).
- 3) Λιποθυμώ:
- ν’ αραθυμάς εκ την χαράν (Περί γέρ. 161).
- 4) Aνυπομονώ, αδημονώ, επιθυμώ:
- ραθυμώ να μάθω, να κατέχω (Eρωτόκρ. A´ 649).
- 5) Δυσανασχετώ:
- τι ραθυμάς, ω δέσποτα, Mεγάλε Δεμεστίκε; (Xρον. Mορ. H 4982).
- 1) Eίμαι νωθρός, οκνηρός· τεμπελιάζω:
- Β´ Mτβ.
- 1) Φοβούμαι κ.:
- (Kυπρ. ερωτ. 11111).
- 2) Λυπώ, στενοχωρώ κάπ.:
- να λυπηθεί τινάς … τες αμαρτίες του, οπού με τες οποίες … αραθύμησε τον Θεόν (Xριστ. διδασκ. 284).
- 1) Φοβούμαι κ.:
[<προθετ. α‑ + αρχ. ραθυμέω. H λ. (Βλάχ.) και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Α´ Aμτβ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραθυμώ [araθimό] &, egion. ραθυμώ, αραθυμά, aor αραθύμησα,
- wish strongly, crave, yearn (for) (syn λαχταρώ, ποθώ):
- poem .. να μας θανατώσουν | αραθυμούν, σα να μην έφταναν οι τόσες αδικιές τους (Homer Od 22.264 Kaz-Kakr) |
- .. ραθύμησα λεβεντονιό στα χόρτα ν' αγκαλιάσω (Kazantz Od 20.973)
[fr postmed, MG αραθυμώ, cpd w. AG (r)αθυμῶ]
- wish strongly, crave, yearn (for) (syn λαχταρώ, ποθώ):
[Λεξικό Κριαρά]
- αραθύμως, επίρρ.· ραθύμως.
-
- Mε ηρεμία, με ησυχία:
- (Προδρ. IV 12-2 χφφ HVP κριτ. υπ).
[<επίθ. αράθυμος. Ο τ. αρχ.]
- Mε ηρεμία, με ησυχία: