Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραδιάζω
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραδιάζω [araδjázo] -ομαι Ρ2.1 : 1α.βάζω πρόσωπα ή πράγματα στη σειρά, σε (ευθεία) γραμμή: Tους αράδιασε στη σειρά για να τους μετρήσει. Aραδιάστε τα καθίσματα στην αίθουσα. β. (παθ., για πρόσ. ή πργ.) μπαίνω στη σειρά, σε (ευθεία) γραμμή: Aραδιάστηκαν και περίμεναν το σύνθημα για την επίθεση. Δεμάτια χόρτου αραδιασμένα στη σειρά. 2. (μτφ.) διηγούμαι, εκθέτω κτ. με κάποια σειρά, απαριθμώ με λεπτομέρεια, συχνά κουραστική: Σε κάθε ευκαιρία μάς αραδιάζει τα προσόντα της κόρης της. Mας αράδιασε πάλι ένα σωρό ψέματα / βλακείες / ανοησίες.

[αράδ(α) -ιάζω (διαφ. το μσν. αραδιάζω `προσορμίζομαι΄ < ιταλ. rado `όρμος΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
αραδιάζω.
  • Προσορμίζομαι, αγκυροβολώ:
    • απήτις αραδιάσαν (υποκ. ενν. τα κάτεργα) (Λεηλ. Παροικ. 237).

[<ουσ. αράδα + κατάλ. ιάζω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραδιάζω [ara∂jázo] ipf αράδιαζα, aor αράδιασα (subj αραδιάσω), pf & plupf έχω-είχα αραδιάσει, mediop αραδιάζομαι, ipf αραδιαζόμουν, aor αραδιάστηκα (subj αραδιαστώ; imper 2pl αραδιαστήτε), pf & plupf έχω-είχα αραδιαστεί, είμαι-ήμουν αραδιασμένος
  • ① lay out, spread out, range, arrange (syn σειραδιάζω, near-syn απλώνω 2):
    • αραδιάζει καραβάκια, καρέκλες, μπουκάλες, στρατιωτάκια |
    • ~ στη σειρά τα παιδιά, τα ξύλα |
    • ~ τα λουλούδια στο βάζο |
    • τα δώρα στο τραπέζι |
    • αράδιασαν στην πράσινη τσόχα σωρούς από χρυσάφι (Karyotakis) |
    • ο τεχνίτης αράδιασε τα δευτερεύοντα πρόσωπα στο πρώτο επίπεδο (Pallas) |
    • έβγαλε κι αράδιασε ό,τι είχαν και δεν είχαν οι αποθήκες του μακαρίτη (MGeorgiou) |
    • χαρτιά στοίβες ήταν αραδιασμένα γύρω του κατάχαμα (Petsalis) |
    • poem φτιάχνει γυμνά κρανία, τ' αραδιάζει στα ράφια (Ritsos)
  • ⓐ produce one after another:
    • σαν καλός αστός, ο βασιλιάς αράδιασε ένα τσούρμο παιδιά (Petsalis) |
    • ήταν γραφτό να του αραδιάσει η Juliana εφτά παιδιά (Louros) |
    • οι απορότερες κοινωνικές τάξεις αραδιάζουν πληθωρικά παιδιά (id.)
  • ② fig say one after another, tell (in rapid succession), reel off:
    • αραδιάζει βρισιές, ηθικολογίες, κουταμάρες, παραμύθια, ψέματα |
    • αραδίαζει μεγάλα νούμερα, εντυπωσιακές φράσεις |
    • τις σκέψεις που αράδιασα δεν τις προτείνω στην πίστη σας (Palaiologos) |
    • βρήκες την ευκαιρία να του αραδιάσεις σχέδια και οδηγίες (KPolitis) |
    • είμαστε ανίκανοι ν' αραδιάσουμε πέντε φράσεις .. χωρίς να κομπιάζουμε (Christidis AK)
  • ⓑ reel off, put forward, recount, enumerate (near-syn L απαριθμώ):
    • αραδιάζει γεγονότα, επιχειρήματα, κατηγορίες, ονόματα |
    • αραδιάζει τις αρετές, τα ελαττώματα, τα προσόντα του |
    • ο γαμπρός του αράδιασε όσα του είχε πει τη νύχτα η νύφη (Xenop) |
    • μπροστά στις λεπτομέρειες, που αράδιασε ο συνταγματάρχης Λ., ο στρατηγός Nτ. αναγκάστηκε να παραδεχτεί την αλήθεια (Terzakis) |
    • θα ήθελαν να τους αραδιάσομε έτοιμα αποτελέσματα (Lambridi) |
    • poem θα πιάσει ν' αραδιάσει, | όσα τραγούδια τα πουλιά | μου λένε μες στα δάση (Malakasis)
  • ③ mi αραδιάζομαι be laid out, be ranged, arrange o.s.:
    • γύρω μας αραδιάζονται τα σαντορινιά σπιτάκια (ChZalokostas) |
    • το καραβάνι αραδιάστηκε κάτω απ' τα πλατάνια (TAthanasiadis) |
    • αραδιάστηκαν όλοι ορθοί μπρος στον πάγκο (Tsirkas) |
    • γύρω γύρω στην αυλή ήταν αραδιασμένες κάτι μαυροφόρες (Prevelakis) |
    • folks. κορασίδες μου, σταυροκαθίστε, | παλληκάρια μου, αραδιαστείτε (DPetrop)

[fr postmed (Somavera, Du Cange) αραδιάζω, der of αράδα; cf postmed (17th c.) αραδιάζω 'to moor']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες