Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραγμένος, -η, -ο [araγménos] naut
- moored, anchored (near-syn αγκυροβολημένος 1):
- αραγμένη βάρκα |
- αραγμένο καράβι, υπερωκεάνειο |
- τόσες μέρες καθόμασταν αραγμένοι και σήμερα .. καλοσύνεψε ο καιρός (Zappas) |
- έχουν σπίτι τους τις αραγμένες, τις μισοσάπιες μαούνες (Charis) |
- ο εγγλέζικος ο στόλος, ~ στο Bόσπορο, έστελνε από καιρό σε καιρό ένα πλοίο του σε μυστική αποστολή (DOikonomidis) |
- μες στο γαλανό βάθος είναι αραγμένη η Aίγινα (Venezis)
[ppp of αράζω]
- moored, anchored (near-syn αγκυροβολημένος 1):