Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραβούργημα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραβούργημα το [aravúrjima] Ο49 : διακοσμητικό σχέδιο, ζωγραφικό ή γλυπτό, που αποτελείται από ποικίλα γεωμετρικά σχήματα ή από το συνδυασμό τους με άλλα διακοσμητικά στοιχεία.

[λόγ. αραβ- (δες στο αραβικός) + -ούργημα κατά το τεχνούργημα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραβούργημα [aravúryima] το, (L)
  • intricate ornamentation reminiscent of, or imitating, Arabic art, arabesque (syn αραβοποίκιλμα, αραμπέσκο):
    • επιχρυσωμένο, θελκτικό, λεπτό, περίπλοκο, φανταχτερό ~ |
    • γοτθικό, φυτικό ~ |
    • αραβουργήματα της φαντασίας |
    • διακόσμηση πλούσια με αραβουργήματα |
    • κανάτα στολισμένη με αραβουργήματα |
    • οι χάλκινες ραβδώσεις των μπαλκονιών σχηματίζουν παράξενα αραβουργήματα (Ouranis) |
    • οι χαράδρες ανοίγονται κατάφυτες και πλάθουν μαγευτικά αραβουργήματα (Panagiotop) |
    • η μουσουλμανική τέχνη δεν έπαψε με τα αραβουργήματά της να ομιλεί τη γλώσσα των εικόνων (Michelis) |
    • στη μουσική του δε θα βρούμε κανένα ~ ως παράσιτο (GSklavos)

[fr kath (neol Koumanoudis) αραβούργημα, der of kath αραβουργώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες