Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αραβίδα η [aravíδa] Ο26 : 1.βραχύκαννο πυροβόλο όπλο που χρησιμοποιούσε παλαιότερα το ιππικό και το πυροβολικό. 2. αυτόματο πυροβόλο όπλο: ~ Tόμσον.
[λόγ. αραβ(ίς) -ίδα ίσως παρετυμ. ή παρανάγνωση του γαλλ. carabine `καραμπίνα΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αραβίδα [araví∂a] η, (L) & milit
- ① old fashioned, short-barreled rifle, carbine (syn καραμπίνα):
- ακολουθούσαν δύο ιππείς της φρουράς με μικρή σημαία στη λόγχη της αραβίδας τους (Petsalis) |
- χτύπησε με την ~ ένα λαγό, τον έψησε πρωτόγονα και τον έφαγε (Karagatsis)
- ② submachine gun (near-syn τόμιγκαν)
[fr kath αραβίς]
- ① old fashioned, short-barreled rifle, carbine (syn καραμπίνα):