Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αραίωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αραίωση η [aréosi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αραιώνω· αραίωμα. ANT πύκνωση: Ο πόλεμος και οι επιδημίες συντέλεσαν στην ~ του πληθυσμού της χώρας. H ~ του ατμοσφαιρικού αέρα προκαλεί αναπνευστικές δυσκολίες. H ~ της μπογιάς γίνεται με νέφτι ή με νερό.

[λόγ. < ελνστ. ἀραίω(σις) -ση, αρχ. σημ.: `πωρώδης σύσταση΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αραίωση [aréosi] η, gen αραίωσης & αραιώσεως (L)
  • ① act or result of spreading or spacing out, putting wide apart, dispersion, dispersal (syn αραίωμα 1):
    • ~των μαθητών στην παράταξη |
    • περιοχή αραιώσεως milit dispersal area
  • ⓐ reduction of number or quantity, thinning down, decrease (syn in αραίωμα 1b):
    • πολύ γοργά προχώρησε η ~και η εξαφάνιση των ελληνικών πληθυσμών (Vacalop) |
    • η ~ του αναγνωστικού κοινού οφείλεται σε αντίδραση ενάντια στην τερατομορφία (Thrylos) |
    • μετανάστευση σημαίνει ~ της αραιωμένης ήδη μειονότητας (Palaiologos)
  • ⓑ reduction of frequency (syn αραίωμα 1c):
    • ~επισκέψεων, συναντήσεων |
    • παρατηρήθηκε ~ ή και έλλειψη ονειρώξεων στον πόλεμο (Katsigra, adapted)
  • ② making or becoming less dense, dilution, rarefaction, thinning down (syn αραίωμα 2):
    • ~αερίου |
    • ~ μπογιάς thinning |
    • ~ οστού dent bone rarefaction |
    • με την πύκνωση ή ~ του βερνικιού γεννιέται μια πολυχρωμική εντύπωση (NPlaton) |
    • όλα τ' άλλα γίνονται από την πύκνωση του αέρος και η φωτιά από την αραίωσή του (Lambridi)
  • ③ typogr etc insertion of (large) intervals between letters or lines, spacing out (syn in αραίωμα 3b):
    • το πρώτο φαινόμενο διαφοροποίησης στη διάταξη της επιγραφής είναι η ~(Charitonidis) |
    • οι αραιώσεις στην παράγραφο αυτή είναι δικές μας (Malevitsis)

[fr kath αραίωσις ← K (also pap) ἀραίωσις, der of ἀραιῶ (-όω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες