Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρίδι το [aríδi] Ο44 : είδος τρυπανιού, μικρή αρίδα
[ελνστ. ἀρίδιον υποκορ. του αρχ. ἀρίς]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρίδι το.
-
- Tρυπάνι:
- ένα αρίδι χοντρό (Bαρούχ. 62621).
[<ουσ. αρίδα (<αρχ. αρίς) + κατάλ. ‑ι. T. ‑ιον στο DGE. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (IΛ)]
- Tρυπάνι:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρίδι [arí∂i] το, s. αρίδα 1
- :
- σίμωσε το ξυλοτράπεζο με τις πλάνες, τα σκεπάρνια, το μεγάλο ~, τα τριβέλια (Petimezas-L) |
- ένας στρατιωτικός με μουστάκια σαν αρίδια κρατούσε την υδρόγειο σφαίρα (Prevelakis)
[der of *αρίδιον, this der of αρίς w. suff -ιον]