Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρίδα
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρίδα η [aríδa] Ο26 : 1.είδος τρυπανιού (ξυλουργικού, γεωτρήσεων κτλ.). 2. (μτφ.) το πόδι: Mάζεψε την ~ σου! ΦΡ απλώνω την ~ μου, ξαπλώνω αναπαυτικά, πιάνω πολύ χώρο, τεμπελιάζω.

[μσν. αρίδα < αρχ. ἀρίς, αιτ. -ίδα (στη σημ. 1)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρίδα [arí∂a] η,
  • ① type of large hand-drill (syn αρίδι, τριβέλι, τρυπάνι):
    • ο μηρός είναι πίσω χοντροδουλεμένος, ξεκουφωμένος με την ~(Despinis)
  • ⓐ fig:
    • της υποψίας εβάλατε στο νου μου την ~(Markoras)
  • ② part of leg between the knee and the ankle, shank (syn γάμπα, καλάμι, L κνήμη):
    • εκεί που διάβαινε κοντά στον K., εκείνος άπλωσε την ~του, περικλώθηκε ο ναύτης και κύλησε χάμω (Karkavitsas) |
    • ξάπλωσε τις αρίδες του να ζεσταθούνε πάνω στα πεζούλια (Loukatos)
  • ⓑ fig phr απλώνω (or ξαπλώνω or τεντώνω) την ~μου lie comfortably, be idle, lead a life of leisure:
    • πάντα πιο δισκεδαστικά θα είν' εδώ από τη στρατώνα, που άπλωνες την ~σου (ChZalokostas)

[fr postmed (Somavera) αρίδα (& dial aríδa, Bova) ← MG (5th c.) αρίς f ← K (also pap), AG ἀρίς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αριδάκι [arí∂áci] το,
  • small drill, auger, gimlet (syn τριβέλι, τρυπανάκι)

[der of αρίδα w. suff -άκι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες