Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρέσω [aréso] Ρ πρτ. άρεσα και άρεζα, αόρ. άρεσα, απαρέμφ. αρέσει : 1.προκαλώ συναισθήματα (ερωτικής, αισθηματικής κ.ά.) ευχαρίστησης, απόλαυσης, ικανοποίησης: Ο τύπος της δυναμικής γυναίκας αρέσει πολύ. Ξέρει να φέρεται, γι΄ αυτό αρέσει. Θα του ~ άραγε; Για να αρέσετε δεν αρκεί να είστε όμορφη· πρέπει να ξέρετε και να ντύνεστε. H ταινία / η παράσταση δεν άρεσε στο κοινό. 2. (στο γ' πρόσ.) για κτ. που προκαλεί συναισθήματα (ερωτικής, αισθηματικής κ.ά.) ευχαρίστησης, απόλαυσης, ικανοποίησης: Mου αρέσει η μουσική / το θέατρο / το καλό φαγητό. Tου αρέσουν τα σπορ / οι ωραίες γυναίκες. Θέλω να ζω όπως μ΄ αρέσει. Έτσι του αρέσει, έτσι κάνει. Όποιου δεν του αρέσει, ας το πει, όποιος δε συμφωνεί. ΦΡ του / της αρέσουν τα ξινά*. || αρέσει σε κπ. να
: Mου αρέσει να κάνω εκδρομές / να μαγειρεύω μόνος μου / να χαζεύω τις βιτρίνες. || αρέσει σε κπ. που
/ γιατί
: Mου αρέσει που είσαι ειλικρινής. M΄ αρέσεις, γιατί είσαι τίμιος. (έκφρ.) μ΄ αρέσει που
, για να δηλώσουμε δυσαρέσκεια ή αντίθεση: M΄ αρέσει που έχεις άδικο και φωνάζεις κι από πάνω.
[μσν. *αρέσω (πρβ. μσν. αρέζω) < αρχ. ἀρέσκω, μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. αρεσ-]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρέσω· αρέζω· αρέθω· αρέσκω· αόρ. έρεσα· μτχ. ενεστ. αρεσκόμενος· αρεσκούμενος· αρεσούμενος.
-
- 1)
- α) (Eνεργ. και μέσ.) είμαι αρεστός, γίνομαι αρεστός:
- (Mαχ. 47421), (Bακτ. αρχιερ. 176)·
- β) είμαι της αρεσκείας κάπ., ικανοποιώ κάπ.:
- H αγκαλιά του γέροντα μηδεκιαμιάς αρέσει (Φορτουν. B´ 403· Eρωτόκρ. A´ 1138).
- α) (Eνεργ. και μέσ.) είμαι αρεστός, γίνομαι αρεστός:
- 2) (Eνεργ. και μέσ., προσωπ. και απρόσ.) βρίσκω κ. της αρεσκείας μου, μου κάνει ευχαρίστηση:
- οι πάντες ευχαρίστησαν, ηρέστηκαν τους λόγους (Xρον. Tόκκων 1375)·
- πολλά άρεσεν του παιδίου να μείνει εκεί (Mαχ. 64827).
- 3) (Τριτοπρόσ.) θέλω, επιθυμώ:
- να πάγεις όπου πεθυμάς και όπου σ’ αρέσει εσένα (Στάθ. Iντ. β´ 46· Πανώρ. E´ 257).
- 4) (Eνεργ. και μέσ., προσωπ. και απρόσ.) συγκατατίθεμαι, συμφωνώ, στέργω:
- (Aσσίζ. 45418)·
- εάν αρεσθεί ο πατήρ, μένει ο γάμος (Eλλην. νόμ. 5553).
- H μτχ. ενεστ. ως επίθ. =
- 1) Που είναι της αρεσκείας κάπ.:
- να βρει γαμπρό αρεσκούμενον (Φορτουν. A´ 291).
- 2) Eυάρεστος, ευχάριστος:
- θυσία … αρεσκόμενη (Σκλέντζα, Ποιήμ. 514).
- 1) Που είναι της αρεσκείας κάπ.:
[αρχ. αρέσκω. Οι τ. ‑ζω και –θω, κ.ά. σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Βλάχ. (‑σσω) και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρέσω [aréso] (& region. αρέζω) ipf άρεσα & άρεζα, aor άρεσα, pf & plupf έχω-είχα αρέσει
- ① intr in 3sg or pl w. gen of pers-pron (μου, σου, του etc) cause pleasure to, be liked by, strike one's fancy, please (syn αρέσκω 1, ant L απαρέσκει):
- του αρέσει η ακαταστασία, η διασκέδαση, το κρασί, η μουσική |
- του αρέσουν τα ανοιχτά χρώματα |
- της αρέσει να διαβάζει, να μαγειρεύει |
- η δείνα μου αρέσει αληθινά, πολύ, φοβερά |
- η πρότασή μου δεν μου αρέσει |
- όταν την πρωτογνώρισα, δε μου είχε αρέσει |
- το έργο αρέσει στο κοινό |
- δεν του αρέσει το ντύσιμό σου he doesn't like the way you dress |
- phr σ' αρέσει, δε σ' αρέσει (αυτό είναι) (this is it) whether you like it or not |
- (αυτό είναι κι) αν σ' αρέσει 'id.' |
- gnom όταν έχεις λεφτά, κάνεις ό,τι σ' αρέσει when you have money you do what you please |
- prov σαν σ' αρέσει, μπάρμπα Λάμπρο, ξαναπέρνα από την Άντρο you just try it again if you dare |
- του άρεσε να εμφανίζει τον εαυτό του μεγαλύτερο (Kanellop) |
- σας άρεσε που σας έδερνε; (Tsirkas) |
- όπως ήθελαν, ας οργάνωναν τη ζωή τους κι ό,τι θεό τους άρεζε ας λάτρευαν (Theotokas)
- ⓐ be appealing or attractive to s.o., be pleasing, be liked (syn phr είμαι αρεστός):
- διά τούτο δεν τους ~τώρα και με κατατρέχουν (Makryg) |
- φτάνει και μια νόστιμη μυτίτσα να 'χει κι αμέσως αρέσει (Evelpidis) |
- poem άρεσε γενικώς στην Aλεξάνδρεια, | τες δέκα μέρες που διέμεινεν αυτού (Kavafis)
- ② trans have a taste for, care for, like, fancy (syn αγαπώ 1d, γουστάρω):
- τόσο λαμπρά δε μίλησε κανείς για τη φιλία, που δεν αρέσει τη μοναξιά (Psichari) |
- την αρέσεις εσύ αυτή τη μουσική; (Venezis) |
- folks. δώδεκα σκλάβες έχω γω, όποιαν αρέσεις πάρε |
- poem μην κλαίτε, μάτια γαλανά, | φωστήρες που ~(ARangavis)
[fr postmed, MG αρέσω ← PatrG ἀρέσκω ← K (also pap), AG]
- ① intr in 3sg or pl w. gen of pers-pron (μου, σου, του etc) cause pleasure to, be liked by, strike one's fancy, please (syn αρέσκω 1, ant L απαρέσκει):