Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρέσκεια η [aréskia] Ο27 : (λόγ.) κυρίως στην έκφραση της αρεσκείας μου / σου / του κτλ., για κτ. που επιλέγεται και προξενεί ευχαρίστηση, ικανοποίηση: Διαλέξτε ένα πλυντήριο / ψυγείο της αρεσκείας σας, από την πλούσια συλλογή των καταστημάτων μας. Παντρεύτηκε κάποιον που δεν ήταν της αρεσκείας της αλλά είχε πολλά λεφτά.
[λόγ. < ελνστ. ἀρέσκεια, αρχ. σημ.: `κολακεία΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- αρέσκεια η.
-
- 1) Kολακεία, φιλοφρόνηση:
- (Λίβ. N 2098).
- 2) Θέληση, συγκατάθεση:
- εάν μη γένεται η ορμασία εξ αρεσκείας αμφοτέρων (Eλλην. νόμ. 55322).
[αρχ. ουσ. αρέσκεια. T. ‑εία σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Kολακεία, φιλοφρόνηση:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρέσκεια [aréscia] η, (L) = αρεσιά
- :
- αισθητική ~ |
- κάμαρα, νύφη, παιχνίδι της αρεσκείας του |
- ο ασθενής χάνει το ενδιαφέρον του για τις παλιές του αρέσκειες |
- το κατάστημα της αρεσκείας σας
- your favorite store:
- ο δημοκρατικός κόσμος αναδεικνύει την κυβέρνηση της αρεσκείας του |
- το γράμμα το βρήκε της τελείας αρεσκείας του (Nirvanas) |
- ο σεφ τα κανόνισε όλα της αρεσκείας μας (EKazantz) |
- το αισθητικό αίσθημα δεν ξέρει να κρίνει παρά με την ~ ή την απαρέσκεια (Tsatsos)
[fr kath (& MG) αρέσκεια ← PatrG, K (also pap), AG ἀρέσκεια]