Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αρένα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρένα η [aréna] Ο25 : 1.(για στάδιο) ο χώρος διεξαγωγής θηριομαχιών ή ταυρομαχιών: H ~ βάφτηκε με το αίμα του ταυρομάχου. 2. (μτφ.) το πεδίο διεξαγωγής κυρίως ιδεολογικών και πολιτικών αγώνων· κονίστρα: Nέες κοινωνικές δυνάμεις μπήκαν στην πολιτική ~.

[1: ισπαν. arena· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. arène]

[Λεξικό Γεωργακά]
αρένα [aréna] η,
  • ① region. (Epir, Thr etc) sand (syn άμμος 1)
  • ② enclosed area used for gladiatorial combats, bullfights etc, arena, ring:
    • ο ταύρος μάχης οδηγείται στην ( των ταυρομαχιών, όταν διανύει το πέμπτο έτος της ηλικίας του (Melas) |
    • η σκηνή του θεάτρου είχε μεταβληθεί σε ( για τις αγαπητές στους Pωμαίους θηριομαχίες (Varelas) |
    • αγάλλονται οι θεατές των σκηνών της αρένας ή των πανηγυρικών θανατικών εκτελέσεων (Papanoutsos)
  • ③ fig sphere of combat or competition, arena (syn στίβος):
    • πολιτική ( |
    • η Eλλάδα θα δώσει ενεργή υποστήριξη στην Kύπρο στη διεθνή ( |
    • ( και θρίαμβος της κοινωνικότητας, το καφενείο δίνει την ευκαιρία να εκτονώνεται ο ψυχικός χώρος

[fr It arena ( Lat arena 'sand'; cf MG (Du Cange) αρήνα (16th c., Delatte)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες