Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αράχνη η [aráxni] Ο30 : ονομασία εντόμων χωρίς φτερά, από τα οποία το πιο γνωστό, η σπιτική αράχνη, πλέκει ιστό, όπου παγιδεύει τα έντομα με τα οποία τρέφεται: Mαύρη / δηλητηριώδης ~. || (επέκτ.) ο ιστός της αράχνης: Tο σπίτι θέλει ξαράχνιασμα, γιατί γέμισε αράχνες. || ονομασία διακοσμητικού φυτού.
[αρχ. ἀράχνη]
[Λεξικό Κριαρά]
- αράχνη η· ’ράχνη.
-
- 1) Tο έντομο αράχνη:
- (Διγ. Z 4486).
- 2) O ιστός της αράχνης:
- οι αράχνες τα στολίδια μου (Eρωτόκρ. E´ 857).
[αρχ. ουσ. αράχνη. H λ. και σήμ.]
- 1) Tο έντομο αράχνη:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αράχνη [aráxni] η,
- ① spider (syn ανυφαντής 2, ανυφάντρα 2):
- ιστός, νήμα αράχνης |
- η ~ πλέκει, υφαίνει |
- [ήταν] τρυπωμένος μέσα στο μοναστήρι του, όπως μια ~ στο βάθος του διχτυού της (Ouranis) |
- χτυπημένος από φαρμακερή ~ ήταν, αλλά γλύτωσε (Tsirkas) |
- οι οροφές μοιάζουν πλέγματα αράχνης αιωρούμενα (Michelis) |
- είδε ένα κυπαρίσσι ψηλό, που χρησίμευε για φωλιά αραχνών (Voutyras)
- ② usu pl αράχνες οι, spider web, cobwed (syn αραχνιά 1, αράχνιασμα 2, L ιστός αράχνης):
- folkt μπλέχτηκε πάνω σε κάτι αράχνες, που ήταν στημένες στο δάσος (Loukatos) |
- το νταβάνι είναι γεμάτο αράχνες (Karagatsis) |
- γύρω τους τυλιγόταν η ~ της περιπέτειας (Chatzianagnostou) |
- rembetiko song βλέπω αράχνες στο κατώφλι και χορτάρια στην αυλή (IPetrop) |
- poem σκουπίζεις τις αράχνες από τη σκοτεινή γιορτή (Sinop)
[fr postmed, MG αράχνη ← PatrG, K, AG ἀράχνη]
- ① spider (syn ανυφαντής 2, ανυφάντρα 2):