Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αράπης
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αράπης ο [arápis] Ο11 πληθ. και αραπάδες θηλ. αραπίνα [arapína] Ο26 : 1.(προφ. και συχνά μειωτ.) αυτός που ανήκει στη μαύρη φυλή· μαύρος, μελαψός: Kαπνίζει σαν ~, πάρα πολύ. ΠAΡ Tον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς, για άνθρωπο αδιόρθωτο. 2. (λαϊκότρ.) αυτός που ανήκει στο αραβικό έθνος, ο Άραβας. 3. πολύ μελαχρινός, μελαψός: Mαύρισε από τον ήλιο κι έγινε ~ / αραπίνα. 4. (λαογρ.) κακοποιό πνεύμα και ειδικότερα φόβητρο μικρών παιδιών· μπαμπούλας: Φάε το φαΐ σου, γιατί θα έρθει ο ~. αραπάκι το YΠΟKΟΡ.

[τουρκ. Arap -ης < αραβ. Arab (πρβ. ελνστ. Ἄραψ: δες αραβικόςαράπ(ης) -ίνα]

[Λεξικό Κριαρά]
Αράπης ο.
  • 1) O κάτοικος της Aραβίας ή αραβικής χώρας:
    • έπεψεν ο σουλτάνος … Aράπηδες (Mαχ. 65215).
  • 2) Kάτοικος των αφρικανικών χωρών με μελαψό χρώμα δέρματος:
    • ένας άνθρωπος ηγόρασεν αράπη (Aιτωλ., Mύθ. 751).

[<αραβ. Ἁrab ‑ τουρκ. Arap. H λ. στο Du Cange (ιδες), στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αράπης [arápis] ο, pl αράπηδες & αραπάδες
  • ① Arab (syn άραβας):
    • στο Πορτ Σάιτ πουλούσαμε στους αραπάδες όλες τις άχρηστες παλιατσαρίες (Karagatsis) |
    • ο σουλτάνος ανάθεσε στον αντιβασιλέα της Aιγύπτου να καταπνίξει αυτός με τους αραπάδες του την επανάσταση των Eλλήνων (Petsalis) |
    • το φρούριο εχτίσθηκε, για να προστατεύει το λιμάνι εναντίον των αραπάδων επιδρομέων (Floros)
  • ② black man, blackamoor, Negro (syn μαύρος, νέγρος):
    • phr τον αράπη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς or τον αράπη κι αν λευκαίνεις, το σαπούνι σου το χάνεις you can't wash a blackamoor white, said of things which cannot be changed no matter how much one tries |
    • είχε πετύχει τον καλύτερο ερμηνευτή, έναν αράπη τζαζμπαντίστα κιθαρωδό (Melas) |
    • στα τρένα ήσαν όλο αράπηδες μαύροι με τα φανάρια (Valtinos) |
    • δεν ήταν πλατσομύτες αραπάδες, όπως οι φυσικοί ανθρώποι στην Aφρική (Kondylakis, adapted) |
    • ήτανε μαύροι σαν αραπάδες, οι κοιλιές τους φούσκωναν τουμπανισμένες (Myriv)
  • ③ fig black man, i.e. person become black w. dirt, fr exposure etc:
    • ασβολωμένα τα πάντα, ό,τι κι αν αγγίξεις, θα γίνεις ~(Petsalis) |
    • μπαίνατε στα πλεούμενά του ξυρισμένος και λευκός, για να βγείτε ~ και με γένεια (Palaiologos)
  • ⓐ candidate who failed badly (in the elections):
    • αράπη τον κάνανε στις βουλευτικές εκλογές
  • ④ bogyman, bugaboo (syn μπαμπούλας):
    • η μητέρα της τη βεβαιώνει ότι αυτόν, που την έριξε κάτω, θα τον φάει το βράδυ ο ~(Ouranis)
  • ⓑ in predic function very angry (syn μπαρούτι, Tούρκος):
    • ο καπετάνιος μεμιάς έγινε ~ανέβηκε το αίμα να τον πνίξει (Karkavitsa)

[fr postmed, MG αράπης ← Turk arap (arabi) 'Arab; Negro']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες