Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αράντιστος -η -ο [arándistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ραντίσει. ANT ραντισμένος.
[α- 1 ραντισ- (ραντίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αράντιστος, -η, -ο [arándistos]
- unsprayed, unsprinkled (syn αψέκαστος L, ant ραντισμένος):
- αράντιστο χωράφι, αράντιστα σταφύλια
[cpd w. postmed (Somavera) ραντιστός (: ραντίζω)]
- unsprayed, unsprinkled (syn αψέκαστος L, ant ραντισμένος):