Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αράδιασμα το [aráδjazma] Ο49 : (λαϊκότρ.) 1. τοποθέτηση σε σειρά ή σε (ευθεία) γραμμή: Tο ~ των βιβλίων μάς πήρε πολύ χρόνο. 2. διήγηση, έκθεση, απαρίθμηση με κάποια σειρά: H ιστορία δεν είναι ένα ξερό ~ ασύνδετων μεταξύ τους γεγονότων.
[αραδιασ- (αραδιάζω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αράδιασμα [ará∂jazma] το,
- ① laying or spreading out, ranging, arrangement:
- ~των πάγκων, των θρανίων |
- ~ των φαγητών στο τραπέζι
- ② fig reeling off, recounting, enumeration (syn L απαρίθμηση):
- ~άχρηστων πληροφοριών |
- ~ τεχνικών όρων |
- φαντάσου να ζητείς από τον ποιητή πληροφορίες τοπογραφικές και ηθών και εθίμων αραδιάσματα (Palam) |
- κατέφυγαν σ' ένα απειθάρχητο ~ ασυνάρτητων λέξεων (Thrylos) |
- η διδασκαλία .. απαιτεί πλήθος κανόνες και συχνό ~ από εξαιρέσεις (Geros) |
- αυτό που ονομάζουν ιστορία είναι το ~ διεθνών εγκλημάτων κι ομαδικών φόνων (Evelpidis)
[fr postmed (Somavera) αράδιασμα, der of αραδιάζω]
- ① laying or spreading out, ranging, arrangement: