Παράλληλη αναζήτηση
2.778 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρ το [ár] Ο (άκλ.) : γαλλική μονάδα μέτρησης επιφανειών, που ισοδυναμεί με εκατό τετραγωνικά μέτρα.
[λόγ. < γαλλ. are]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρ [ar] το, (L)
- unit of surface measurement equal to one hundred square meters, are
[fr Fr are 'id.']
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- άρα [ára] σύνδ. : 1.συμπερασματικός· εισάγει λογικό συμπέρασμα που προκύπτει από τα προηγούμενα· επομένως, κατά συνέπεια: Tο τρίγωνο είναι ισοσκελές, ~ οι παρά τη βάση γωνίες είναι ίσες. Όλοι οι άνθρωποι είναι θνητοί. Ο Σωκράτης είναι άνθρωπος. ~ ο Σωκράτης είναι θνητός. ΦΡ ράβδος εν γωνία, ~ βρέχει, για ψευδή συλλογισμό, για αστήρικτο και παράλογο συμπέρασμα. || στον καθημερινό λόγο συχνά μαζί με το λοιπόν: ~ λοιπόν είχε δίκιο ο Πέτρος. 2. (λαϊκότρ.) με επανάληψη του ίδιου ρηματικού τύπου, τη δεύτερη φορά αρνητικά, για να δηλωθεί αδιαφορία του ομιλητή για όσα ενδέχεται να συμβούν: ~ έρθει κι ~ δεν έρθει, δε με νοιάζει καθόλου αν έρθει ή όχι, σκασίλα μου.
[1: λόγ. < αρχ. ἄρα· 2: αρχ. pρα `μήπως τυχόν΄, με επανάλ. κατά το είτε είτε]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αρά η [ará] Ο24 : (λόγ.) η κατάρα.
[λόγ. < αρχ. ἀρά]
[Λεξικό Κριαρά]
- άρα, σύνδ.
-
- 1) Bέβαια, φυσικά:
- (Eλλην. νόμ. 52730).
- 2) Όμως, ωστόσο, παρ’ όλα αυτά:
- (αυτ. 52712).
[αρχ. σύνδ. άρα. H λ. και σήμ.]
- 1) Bέβαια, φυσικά:
[Λεξικό Κριαρά]
- αρά, επίρρ.,
- βλ. αραιά.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αρά [ará] η, (L)
- curse, imprecation, malediction (syn ανάθεμα 1, κατάρα):
- στις προκηρύξεις εκπέμπονται αρές εναντίον των βασιλοφρόνων |
- η πολεμική και οι αρές των Πατέρων της εκκλησίας για κάθε όρχηση ενίσχυσαν τις δεισιδαιμονίες αυτές (Loukatos) |
- το μοναστήρι σύψυχο ροβολούσε στ' αλώνι, φωνάζοντας βρισιές και αρές για να μποδίσουνε το κακό (Nikolaidis) |
- περνά τώρα τις μέρες του με το βάρος της αράς του έθνους (Palaiologos)
[fr kath αρά ← K (also pap), AG ἀρά]
- curse, imprecation, malediction (syn ανάθεμα 1, κατάρα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρα κατάρα s. άρα, η.
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρα μάρα [ára mára]
- ① phr expressing total indifference to consequences or subsequent events or fates of others, who cares?, he couldn't care less, devil take the hindmost:
- τ' άφησε το πράμα κι ~| κάνει μια δουλειά ~
- ② pl άρες μάρες (κουκουνάρες) incoherent, vacuous, or nonsensical speech (syn ασυναρτησίες, κουταμάρες):
- λέει άρες μάρες κουκουνάρες |
- κάθεται αντάμα μ' ένα άρρωστο κορίτσι και δώσ' του κουβεντολόι, άρες μάρες (Terzakis) |
- poem .. κι αν κανένας | τραγούδαγε άρες μάρες κι άλλ' αντ' άλλων, |..| εμείς χειροκροτούσαμε κλ (Stavrou Ar)
[cpd of άρα & dial μάρα 'withering'; on the phr s. A. Papadop., Aθηνά 41.25 & IΛ 3.2, s. άρα]
- ① phr expressing total indifference to consequences or subsequent events or fates of others, who cares?, he couldn't care less, devil take the hindmost:
[Λεξικό Γεωργακά]
- άρα1 [ára] conj
- therefore, consequently, so, thus (syn L επομένως, near-syn λοιπόν):
- σκέπτομαι, ~υπάρχω cognito ergo sum, I think therefore I am |
- ο γάμος γίνεται μια μέρα καθήκον και ~ παύει να είναι έμπνευση (Athanasiadis-N) |
- η διαλεκτική του Hegel δεν προσφέρεται σαν μέθοδος, δεν προσφέρει ~ επικουρία για την άμεση δράση (Despotop) |
- αίρει τις υλικές πρϋποθέσεις της δυστυχίας, ~ και της κακίας (Terzakis) |
- υπάρχουν μικρόβια, που παράγουν ουσίες χρήσιμες για τη ζωή μας, ~ ευεργετικά (Saratsis)
[fr postmed (Somavera), MG άρα ← K (also pap), AG ἄρα]
- therefore, consequently, so, thus (syn L επομένως, near-syn λοιπόν):