Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απών
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απών -ούσα -όν [apón] Ε12α : (λόγ.) ANT παρών. α. που απουσιάζει, που λείπει από εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκεται: Ο μαθητής / ο υπάλληλος ήταν δικαιολογημένα / αδικαιολόγητα ~ από το σχολείο / από την υπηρεσία. (έκφρ.) αδικαιολογήτως* ~. || (ως ουσ.): Σήμερα είχαμε πολλούς απόντες (στην τάξη). ~! Aπούσα!, απάντηση σε ονομαστική, προφορική πρόσκληση. || Σωματικά παρών, πνευματικά όμως ~, για κπ. που είναι αφηρημένος, που δεν παρακολουθεί ό,τι λέγεται ή γίνεται. β. για κπ. που δε συμμετέχει σε κάποια συλλογική δραστηριότητα, που δε δείχνει συνέπεια και αφοσίωση στην εκτέλεση κάποιου καθήκοντος: Ήταν ~ σε όλες τις κρίσιμες ώρες του έθνους. H γενιά μας δεν ήταν απούσα από το έργο της ανασυγκρότησης. Οι αρμόδιες υπηρεσίες ήταν απούσες από τον τόπο της καταστροφής. || (έκφρ.) ο μεγάλος ~: α. για να δηλώσουμε την απουσία ενός σημαντικού προσώπου: Οι ηρωικοί μαχητές είναι οι μεγάλοι απόντες της σημερινής επετείου, για τους νεκρούς. β. επιτιμητικά, για να δηλώσουμε την αδικαιολόγητη απουσία από έναν κοινό αγώνα: H χώρα τους ήταν ο μεγάλος ~ / η μεγάλη απούσα του β' παγκόσμιου πολέμου.

[λόγ. < αρχ. ἀπών `που βρίσκεται μακριά, όχι εδώ΄ & σημδ. γαλλ. absent]

[Λεξικό Γεωργακά]
απών1 [apόn] ο, (L)
  • absent person (ant ο παρών):
    • μπορούμε να πούμε ότι ο θεός είναι ο πανταχού ~(Kanellop) |
    • την επιστροφή τους στο νησί την ευχόμαστε χωρίς απόντες (Varelas, adapted) |
    • στη βαθμιαία καλυτέρευση των εξωσχολικών βιβλίων η πολιτεία και το κράτος στάθηκαν οι μεγάλοι απόντες (Andriotis) |
    • αφού τελείωσαν τα χρέη με τους απόντες, ήπιαν με μεγαλύτερη διάθεση για τους παρόντες (MDrosou)

[fr kath ο απών ← postmed (Somavera), substantiv. m of απών2]

[Λεξικό Γεωργακά]
απών2, -ούσα, -όν [apόn] (L)
  • absent (ant παρών):
    • ~μαθητής, μάρτυρας, στρατιώτης |
    • είναι ~he is absent (syn απουσιάζει) |
    • η δείνα ήταν απούσα από τη συγκέντρωση |
    • πολιτική αγωγή και πολιτική ανάπτυξη, δυo παράγοντες απόντες |
    • μια νύχτα, που πιστεύει απόντα τον άντρα της, πετάει στην αγκαλιά του εραστή της (Melas) |
    • η ομάδα του Σ. αποτελούσε ένα απ' αυτά τα περίπολα με μόνο απόντα το χοντρο-Bασίλη (ChZalokostas) |
    • ο χορός έλεγε διάφορα πειράγματα για παρόντες και απόντες συντοπίτες (Kakridis) |
    • άρχισα πάλι την ιστορία για όσους ήταν απόντες (Koufop)

[fr kath απών ← PatrG, K, AG ἀπών, prp of ἄπ-ειμι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες