Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απώλεια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απώλεια η [apólia] Ο27 λόγ. γεν. και απωλείας : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χάνω (και των συνωνύμων του). 1α. στέρηση ενός υλικού ή πνευματικού αγαθού: H στρατιωτική ήττα είχε ως αποτέλεσμα την ~ εθνικών εδαφών. Γραφειοκρατικές διαδικασίες που συνεπάγονται ~ χρόνου και χρημάτων. Ο θάνατός του είναι μια εθνική ~. Mεγάλη ~!, ειρωνικά για κτ. τιποτένιο που χάθηκε ή χάλασε ή για κπ. ασήμαντο που έφυγε ή πέθανε. || (ιατρ.) διακοπή μιας λειτουργίας, ή αφαίρεση ή αποκοπή ενός μέλους ή οργάνου: ~ συνειδήσεως / της ακοής / της όρασης / των ποδιών / του νεφρού. β. θάνατος, κυρίως σε τυποποιημένες εκφορές: Συλλυπητήρια για την ~ του συζύγου σας. γ. (πληθ.) ό,τι χάνεται, συνολικά, σε έναν αγώνα ή σε μια προσπάθεια ή σε μια δραστηριότητα: Οι απώλειες σε άνδρες και σε πολεμικό υλικό κατά το β' παγκόσμιο πόλεμο ήταν τεράστιες. H εταιρεία είχε μεγάλες απώλειες (κερδών) τα τελευταία χρόνια, ζημιές. 2α. διαφυγή μιας ουσίας ή μιας μορφής ενέργειας: ~ θερμότητας / ισχύος. Kτίρια χωρίς σωστή μόνωση έχουν πολλές απώλειες. β. (σε ειδικές χρήσεις) μείωση: ~ βάρους. ~ οστικής μάζας. 3. ηθική καταστροφή, στις λόγιες εκφράσεις η οδός της απώλειας, τρόπος ζωής που οδηγεί σε ηθική κατάπτωση. οίκος απωλείας, για ανήθικο περιβάλλον. γυνή* της απωλείας.

[λόγ. < αρχ. ἀπώλεια `χάσιμο, καταστροφή΄ & σημδ. γαλλ. perte]

[Λεξικό Κριαρά]
απώλεια η· απωλεία.
  • 1)
    • α) (Προκ. για πράγματα) καταστροφή:
      • (Λέοντ., Aίν. V 47), (Xρον. Mορ. H 8554
    • β) (προκ. για πρόσωπο) θάνατος:
      • (Φλώρ. 549
      • φρ. πηγαίνω της απωλείας = καταστρέφομαι:
        • (Σταυριν. 66).
  • 2)
    • α) (Θρησκ. και ηθ.) καταστροφή, διαφθορά:
      • ευρύχωρος η οδός της απωλείας (Πένθ. θαν. 579
    • β) πλάνη:
      • Πολλοί φιλόσοφοι … έπεσαν εις πολλήν απώλειαν (Kαρτάν., Π. N. Διαθ. φ. 71r).

[αρχ. ουσ. απώλεια. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
απώλεια [apόlia] η, gen απώλειας & απωλείας (L)
  • ① loss (syn χάσιμο):
    • ~ εσόδων, θησαυρού, περιουσίας |
    • ~ δημοτικότητας, δυνάμεων, κόπου, όρεξης, πίστης |
    • ~ θερμότητας, ρεύματος, ταχύτητας |
    • ~ υγείας |
    • ~ ενός ποδιού, χεριού |
    • ~ τριβής phys frictional loss |
    • ανοδική ~ (or ~ ανόδου) electr anode dissipation |
    • εθνική, καλλιτεχνική ~ |
    • ανεπανόρθωτη, μεγάλη ~ |
    • ~ χρόνου loss (or waste) of time |
    • ~ του ηθικού demoralization |
    • απώλειες του καταστήματος (operational) losses (syn ζημία) |
    • ολική ~ (πλοίου) naut total loss (of ship) |
    • ~ της ανεξαρτησίας του έθνους |
    • ~ της ιθαγένειας |
    • ~ της βρετανικής κοσμοκρατορίας |
    • αναπλήρωσε την ~ |
    • σκέπτεται να ιδρύσει και δεύτερο μουσείο, για να σώσει από την ~ άλλες μορφές σουηδικών αντικειμένων (Papantoniou) |
    • θρηνούσαν την ~ του προσωπικού ηρωισμού (Panagiotop) |
    • είναι μεγάλη η ~ ν' αποκόβονται ψυχικά δυνάμεις από τον κορμό του έθνους (Theodorakop)
  • ⓐ loss, death, bereavement (syn θάνατος, χαμός):
    • ~αγαπημένου προσώπου |
    • του στοίχισε η ~ της γυναίκας του |
    • η Γαλλία πένθησε την ~ τριών κορυφαίων του λόγου (Palam) |
    • ήρθαν να μας συλλυπηθούν για την ~, που είχαμε υποστεί (Kanellop)
  • ② usu pl απώλειες οι, casualties:
    • βαριές, οδυνηρές, σοβαρές, τεράστιες, τρομακτικές απώλειες |
    • είχαμε απώλειες τρεις νεκρούς και δέκα τραυματίες |
    • έκαναν επιθέσεις εναντίον των Tούρκων και τους προξενούσαν αισθητές απώλειες (Vacalop) |
    • συχνά οι απώλειες σε γυναικόπαιδα ήταν πολύ μεγαλύτερες απ' τις απώλειες σε μάχιμους άντρες (Katrakis) |
    • επειδή τους έλειψαν οι τροφές, γυρίζουν χωρίς καμιά ~ στην Kαρχηδόνα (Kakridis)
  • ③ moral destruction, perdition, depravity (syn χαμός, near-syn διαφθορά):
    • οίκος απωλείας brothel (syn πορνείο) |
    • πήρε το δρόμο της απωλείας |
    • πήγαμε στην περιοχή της απωλείας, όπου το ανθρώπινο κρέας εκτίθεται στις βιτρίνες (Athanasiadis-N) |
    • ο διάβολος επιδιώκει την απώλειά μας (Tatakis) |
    • ο θεός δεν τον άφησε να βουλιάξει στην ~(Prevelakis) |
    • σε παρακμή κι ~ βρίσκονται όλες οι απόλυτες αξίες του δυτικού κόσμου (Dizikirikis)

[fr kath απώλεια ← postmed, MG ← PatrG, K (also pap), AG ἀπώλεια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες