Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απώθηση η [apóθisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απωθώ. 1α. βίαιη απομάκρυνση, απόκρουση: H ~ των εχθρικών δυνάμεων έγινε από το πεζικό μας. β. (φυσ.) άπωση1. ANT έλξη. 2. (μτφ.) α. πολύ έντονο αρνητικό συναίσθημα απέναντι σε κπ. ή σε κτ., αποστροφή, απέχθεια: Παιδικά βιώματα του έχουν δημιουργήσει μια έντονη ~ για το διάβασμα. Aυτός ο άνθρωπος / αυτή η μουσική μού προκαλεί ~, με απωθεί. β. (ψυχαν.) απομάκρυνση από το χώρο του συνειδητού βιωμάτων, συναισθημάτων ή τάσεων, που δεν είναι αποδεκτά από το ίδιο το άτομο ή από το κοινωνικό περιβάλλον.
[λόγ.: 1α: μσν. απώθησις < απωθη- (απωθώ) -σις > -ση· 1β, 2: σημδ. γαλλ. répulsion]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απώθηση [apόθisi] η, (L)
- ① act of pushing or shoving back or aside (near-syn σπρώξιμο, L ώθηση):
- ο ψυχρός αέρας φέρει συστολή των αγγείων και ~του αίματος στα εσωτερικά όργανα (Katsigra) |
- η ιστορία υπήρξε υπεύθυνη για την ~ της τέχνης της ανατολικής εκκλησίας στο περιθώριο (Michelis)
- ⓐ pushing back, driving away, repulse (syn απόκρουση 1):
- πρωταγωνιστήσαμε κατά τους βαλκανικούς πολέμους για την ~της τουρκικής αυτοκρατορίας από τα ευρωπαϊκά της εδάφη (Palaiologos) |
- στο κεντρικό μέτωπο είχε συνεχιστεί η ~ του εχθρού (Terzakis)
- ② fig repulsion, rejection, rebuff (syn άπωση 2, ant έλξη):
- ερωτική ~ |
- οι πρωτοβουλίες αποβλέπουν στην ~ του συγκεντρωτισμού |
- κινούνται με περίσκεψη, με βαθμιαία ~ των αντιδράσεων (Palaiologos) |
- το βρέφος μένει κυβερνημένο από το κέντρισμα της επιθυμίας ή από την ~ του φόβου (Despotop) |
- ο ρόλος του εσταυρωμένου Xριστού θα του προκαλούσε ~ (Chatzinis) |
- κάθε τι στην ηπειρώτικη φύση δημιουργεί τρομακτικές έλξεις και βίαιες απωθήσεις (id.)
- ③ psychol act or result of excluding fr consciousness, repression:
- κατά τον Freud μερικές ορμές βρίσκονται απωθημένες μέσα στο υποσυνείδητο· αυτές οι απωθήσεις είναι κυρίως σεξουαλικές (Moustoxydis) |
- απωθήσεις και βαθύτερα συμπλέγματα είναι οι γενετικές αιτίες του καλλιτεχνήματος (Papanoutsos, adapted) |
- οι απωθήσεις των σχολικών θρανίων ξεπετιότανε τώρα από τα βουλευτικά (sc θρανία) (Evelpidis)
[fr kath απώθησις ← MG (7th c.), der of απωθώ]
- ① act of pushing or shoving back or aside (near-syn σπρώξιμο, L ώθηση):