Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απύρετος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απύρετος -η -ο [apíretos] Ε5 : για πρόσωπο που δεν έχει (πια) πυρετό. ANT εμπύρετοςβ: Kάηκε χτες όλη τη μέρα από τον πυρετό, αλλά σήμερα είναι ~.

[λόγ. < αρχ. ἀπύρετος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απύρετος, -η, -ο [apíretos] (L)
  • ① med having no fever, apyretic (ant πυρετωμένος):
    • έν' απόγεμα ο A. έμεινε ~ κ' η κατάστασή του φάνηκε να καλυτερεύει (TAthanasiadis)
  • ② fig not feverish, unimpassioned, calm (ant πυρετικός, πυρετώδης):
    • μέσα στο σύγχρονο πυρετό διατηρεί την ψυχική του απύρετη γαλήνη (Kazantz)

[fr kath απύρετος ← MG (CGL) ← K (also pap), AG ἀπύρετος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες