Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απύθμενος -η -ο [apíθmenos] Ε5 : 1.για να χαρακτηρίσουμε κτ. που έχει πάρα πολύ μεγάλο βάθος, έτσι ώστε να δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν έχει πυθμένα, βυθό: Tα απύθμενα βάθη των ωκεανών. 2. (μτφ.) για ιδιότητα, συναίσθημα κτλ., κυρίως αρνητικό, που παρουσιάζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, που έχει πολύ μεγάλη ένταση: Aπύθμενη βλακεία / επιπολαιότητα / κακία. Aπύθμενο μίσος.
[λόγ. < ελνστ. ἀπύθμενος `χωρίς βάση ή πάτο (για αγγείο)΄ σημδ. αγγλ. bottomless & συν. abysmal (< abyss < αρχ. ἄβυσσος)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απύθμενος, -η, -ο [apíθmenos] (L)
- ① bottomless, fathomless, deep, abysmal (syn άβαθος 2, άπατος 1, απροσμέτρητος 1c):
- ~βυθός, γκρεμός, κόσμος, ωκεανός |
- απύθμενη άβυσσος, θάλασσα, λίμνη |
- απύθμενο πηγάδι, πιθάρι, ποτάμι, σπήλαιο, χάος |
- απύθμενα βάθη, νερά |
- το απύθμενο τέλμα της αγλωσσίας |
- κατέβαινε μια σκάλα στριφτή κι απύθμενη (Theotokas) |
- προσπαθούν να γεμίσουν το απύθμενο κενό τους με τον σνομπισμό τους (Petsalis) |
- οι σκοτεινές, απύθμενες τρύπες των ματιών του κοίταζαν σαρκαστικά (DOikonomidis) |
- γεννούν την αίσθηση μιας απύθμενης προοπτικής (Maronitis) |
- poem έτσι αφήνουν μονάχο το νεκρό |..|.. στην απύθμενη | αγκάλη του θανάτου κλ (Karelli)
- ② fig bottomless, endless, vast, immense (near-syn ατέλειωτος, τεράστιος):
- απύθμενη άγνοια, γνώση, μνήμη |
- απύθμενη ηττοπάθεια, προχειρότητα, φιλοδοξία, χαρά |
- βουτήχτηκε σε βαθιά ντροπή, απύθμενη πίκρα (Terzakis) |
- είναι ~ ο λεκτικός πλούτος της γλώσσας μας (Floros) |
- στηλιτεύει την απύθμενη βλακεία των νεόπλουτων (Dizikirikis)
- ③ unfathomable, inscrutable, impenetrable, incomprehensible (syn απροσμέτρητος 2b, near-syn ανεξιχνίαστος 1):
- απύθμενο βιβλίο, μυστήριο, πρόβλημα |
- απύθμενη η καρδιά του ανθρώπου (Kazantz) |
- οι θεοί ήσαν απύθμενοι κι αντιφατικοί (Thrylos) |
- όλες οι σκέψεις, και οι απύθμενοι συλλογισμοί ακόμα, μπορούν να εκφρασθούν μόνο με μια λέξη (Geros) |
- ηλεκτρίζεται από τις απύθμενες δυνάμεις του ενστίκτου (Chatzinis)
[fr kath απύθμενος ← K, AG ἀπύθμενος, cpd w. πυθμήν]
- ① bottomless, fathomless, deep, abysmal (syn άβαθος 2, άπατος 1, απροσμέτρητος 1c):