Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόψυξη η [apópsiksi] Ο33 : το ξεπάγωμα, και ειδικότερα: 1. αφαίρεση του πάγου που σχηματίζεται στο εσωτερικό ηλεκτρικού ψυγείου: Kάνω ~ (στο ψυγείο). Ψυγείο με αυτόματη ~. 2. ξεπάγωμα κατεψυγμένων τροφίμων. ANT κατάψυξη.
[λόγ. αποψυκ- (αποψύχω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. décongelation & αγγλ. defrosting (διαφ. το ελνστ. ἀπόψυξις `πάγωμα΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόψυξη [apόpsiksi] η, gen αποψύξεως & απόψυξης (L)
- ① cooling, refrigeration, freezing:
- ~ νερού
- ② defrost (near-syn αποπάγωση L, ξεπάγωμα):
- αυτόματη ~ |
- στο ψυγείο πρέπει να γίνεται τακτικά ~(αν δεν είναι αυτόματο) |
- κρέατα σε κατάσταση αποψύξεως
- ⓐ fig becoming more friendly, warming, thawing:
- υπήρξε ~ των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών
[fr kath απόψυξις ← MG, PatrG ← AG]
- ① cooling, refrigeration, freezing: