Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόχυμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απόχυμα το.
  • Εκροή·
    • (εδώ) δημιούργημα:
      • ο ήλιος έναι απόχυμα της ημέρας εκείνης της πρώτης (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 47v).

[μτγν. ουσ. απόχυμα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόχυμα [apό] το,
  • ① water poured off after legumes have been brought to the boil:
    • το ~ των φασουλιών, των ρεβιθιών
  • ② human semen (syn σπέρμα)
  • ⓐ region. ejaculation of semen
  • ⓑ of fishes, spawning

[fr MG ← PatrG απόχυμα, K (also pap) απόχυμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες