Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόφυση η [apófisi] Ο33 : 1.(ανατ.) προεξοχή στις απολήξεις οργάνων, οστών: Σκωληκοειδής* ~. Aρθρικές / μυϊκές αποφύσεις. Aποφύσεις των γνάθων. 2. (βοτ.) παραφυάδα.
[λόγ. < αρχ. ἀπόφυ(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόφυση [apόfisi] η, (L)
- ① projecting part, outgrowth, offshoot, appendage (syn προεξοχή):
- ο κύκλος του ήλιου πρόβαλε από τη μυτερή ~ των Mετεώρων (TAthanasiadis) |
- τα ειδώλια έχουν μικρές κοντές αποφύσεις για τη δήλωση των χεριών (ASakellariou, adapted) |
- από το αγγείο λείπουν οι λαβές, εκτός από τις ρίζες των αποφύσεών τους (PFilippaki)
- ② anat outgrowth, excrescence:
- ~ οστού bone process, apophysis |
- σκωληκοειδής ~ vermiform appendix, appendix
- ③ geol wedge-shaped offshoot of rock or vein of minerals intruding in adjacent strata, apophysis
[fr kath απόφυσις ← K, AG (: αποφύω)]
- ① projecting part, outgrowth, offshoot, appendage (syn προεξοχή):