Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόφραξη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόφραξη η [apófraksi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποφράζω. 1. το απόλυτο φράξιμο: Ειδικό συνεργείο αναλαμβάνει τις αποφράξεις βόθρων. || (ιατρ.): Εντερική ~ / ~ αιμοφόρων αγγείων / χολής / σαλπίγγων κτλ., το κλείσιμο ενός κοίλου ή σωληνοειδούς οργάνου, που προκαλείται από παθολογικά αίτια. 2. ξεβούλωμα: H ~ του σωλήνα.

[λόγ. < αρχ. ἀπόφραξις (-σις > -ση)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόφραξη [apόfraksi] η, gen απόφραξης & αποφράξεως (L)
  • blockage, obstruction, impaction, occlusion (syn έμφραξη L, βούλωμα, φράξιμο):
    • ~ του ανοίγματος, της ρωγμής |
    • ~ της κυκλοφορίας του αίματος |
    • εντερική ~ med intestinal obstruction, intestinal impaction, ileus (syn ειλεός) |
    • η ούρηση εμποδίζεται από την ~ της ουρήθρας |
    • φλεγμονή των ωοθηκών θα μπορούσε να οδηγήσει στην πλήρη ~ των σαλπίγγων |
    • ο θάνατος του πρέσβη προήλθε συνεπεία αποφράξεως της στεφανιαίας αρτηρίας |
    • κύρια αποστολή της μεραρχίας είναι η ~ του δρόμου προς τη Θεσσαλία (Terzakis)

[fr kath απόφραξις ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες