Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόφοιτος [apόfitos] ο, η, (& απόφοιτη) (L)
- graduate, alumnus or alumna (near-syn απολυτηριούχος):
- ~ γυμνασίου, πανεπιστημίου, παρθεναγωγείου |
- ~ φυλακής |
- οι απόφοιτες της σχολής |
- την καθαρεύουσα στην απλούστερη μορφή της έπρεπε οι απόφοιτες να μπορούν να τη γράφουν σωστά (Delmouzos) |
- εγώ είμαι πλέον ακαδημαϊκή ~ και είμαι ανεξάρτητη (AKotzias)
[fr kath απόφοιτος ← K]
- graduate, alumnus or alumna (near-syn απολυτηριούχος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόφοιτος -η -ο [apófitos] Ε5 : (συνήθ. ως ουσ.) αυτός που έχει τελειώσει τη φοίτησή του σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα: Είναι ~ δημοτικού / γυμνασίου / τεχνικής σχολής / πανεπιστημίου. Στην αποχαιρετιστήρια γιορτή των αποφοίτων έλαβαν μέρος και οι τελειόφοιτοι. || (ειρ.): Είναι ~ φυλακών / αναμορφωτηρίου κτλ.
[λόγ. < μσν. απόφοιτος `που έχει φύγει΄ < αποφοιτ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.) κατά την αλλ. της σημ. του αποφοιτώ]