Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόφθεγμα το [apófθeγma] Ο49 : γνώμη που διεκδικεί καθολικό κύρος και που είναι επιγραμματικά διατυπωμένη, γνωμικό που συνήθ. αποδίδεται σε κπ. μεγάλο άνδρα ή συγγραφέα, όπως π.χ. «H αρχή είναι το ήμισυ του παντός».
[λόγ. < αρχ. ἀπόφθεγμα]
[Λεξικό Κριαρά]
- απόφθεγμα το· απόφθεγμαν.
-
- Λόγος, κουβέντα:
- (Διήγ. παιδ. 633).
[αρχ. ουσ. απόφθεγμα. H λ. και σήμ. λόγ.]
- Λόγος, κουβέντα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόφθεγμα [apófθeγma] το, (L)
- apothegm, aphorism, maxim, saying, dictum (syn αφορισμός, near-syn γνωμικό):
- αόριστο, ηθικό, κούφιο, ποιητικό, σοφό ~ |
- πρώτος ο Σωκράτης εχώρισε το φιλοσόφημα από το πρακτικό ~ (Theodorakop) |
- αυτά τα έπη είναι συλλογή παραδόσεων, φιλοσοφικών αποφθεγμάτων κ' ηθικών κανόνων (Evelpidis) |
- το απόφθεγμά του ("πας Kρης ψεύστης" έβαλε σε μεγάλη αμηχανία τους θεωρητικούς της λογικής (Papanoutsos)
[fr kath απόφθεγμα ← MG, PatrG ← K, AG]
- apothegm, aphorism, maxim, saying, dictum (syn αφορισμός, near-syn γνωμικό):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφθεγματικά [apofθeγmatiká] adv (L)
- apothegmatically, aphoristically, epigrammatically (syn αφοριστικά):
- καταλήγει ~ πως η δημοσιογραφία είναι ένα φοβερό προνόμιο |
- "κάθε τάξη έχει τη δική της δικαιοσύνη," λέει ~ |
- η εξυπνότατη κυρία Σ. ~ |
- εκφράζει την αντίληψή του ~ σ' ένα απόσπασμα έργου (Papanoutsos)
[der of αποφθεγματικός]
- apothegmatically, aphoristically, epigrammatically (syn αφοριστικά):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποφθεγματικός -ή -ό [apofθeγmatikós] Ε1 : 1.που είναι σύντομα και επιγραμματικά διατυπωμένος, όπως τα αποφθέγματα. 2. για κπ. που χρησιμοποιεί συχνά στο λόγο του αποφθέγματα.
αποφθεγματικά ΕΠIΡΡ: Mιλάει / εκφράζεται ~. [λόγ. < ελνστ. ἀποφθεγματικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφθεγματικός, -ή, -ό [apofθeγmatikós] (L)
- apothegmatic, aphoristic, sententious (syn αφοριστικός):
- ~ λόγος, στίχος, στοχασμός |
- αποφθεγματική διατύπωση, επιχειρηματολογία, παρατήρηση, ποίηση, φράση |
- αποφθεγματικό κείμενο, ύφος |
- εύστοχες και αποφθεγματικές λαϊκές παροιμίες |
- η πρωτοτυπία του W. βρίσκεται στον αποφθεγματικό τρόπο που διατυπώνει τις σκέψεις του (Papanoutsos)
[fr kath αποφθεγματικός ← K, AG]
- apothegmatic, aphoristic, sententious (syn αφοριστικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφθεγματισμός [apofθeγmatizmós] ο, (L)
- tendency to speak apothegmatically:
- αρχίζει και απομακρύνεται από τη σκέψη μας ο θλιβερός ~ του Σολωμού (Angelou)
[fr kath (neol) αποφθεγματισμός, der of αποφθεγματίζω]
- tendency to speak apothegmatically:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποφθεγματογράφος [apofθeγmatoγráfos] ο, (L)
- writer of apothegms, apothegmatist (near-syn επιγραμματογράφος)
[fr kath (neol) αποφθεγματογράφος, cpd of απόφθεγμα & -γράφος]