Παράλληλη αναζήτηση
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- απόφασις — ‑ση η.
-
- 1)
- α) Oριστική γνώμη, τελική κρίση:
- Άπονη απόφαση (Eρωφ. Δ´ 349)·
- β) απόφανση:
- Kριτή μ’ εβάλαν και τα δυο κι απόφαση γυρεύγου (Eρωτόκρ. A´ 1659)·
- γ) δικαστική απόφαση:
- (Eλλην. νόμ. 5769).
- α) Oριστική γνώμη, τελική κρίση:
- 2) Kαταδίκη:
- απόφασιν θανάτου (Φλώρ. 556).
- 3) Aπάντηση, απόκριση:
- όταν με παν εις τον Kριτήν τι απόφαση να δώσω (Nεκρ. βασιλ. 93).
- 4) Διαταγή· διάταξη:
- στες απόφασες πρέπει των αυθεντάδων υπακοή (Λίμπον. 305)·
- εμείς δεν παρασαλεύομεν από την απόφασιν των θείων νόμων (Iστ. πατρ. 997).
[αρχ. ουσ. απόφασις. H λ. (‑ση) και σήμ.]
- 1)
- αποφασισθέντα [apofasisθénda] τα, (L)
- matter or course of action decided upon, decision, resolution (syn τα αποφασισμένα):
- η δήλωση έγινε σύμφωνα με τα ~ με τον πρωθυπουργό
[fr kath τα αποφασισθέντα, substantiv. n pl of αποφασισθείς, aor pass pt of αποφασίζω]
- matter or course of action decided upon, decision, resolution (syn τα αποφασισμένα):
- αποφασισμένα1 [apofasizména] adv
- w. determination, decidedly, resolutely (syn αποφασιστικά 1):
- βαδίζει, κοιτάζει ~ |
- μερικές γριές δρασκελίζουν τις πέτρες ελαστικά κι ~ σαν άντρες (Kazantz) |
- πρώτη φορά τον άκουσαν το δεσπότη να μιλάει έτσι φανατικά κι ~ (Petsalis)
[fr postmed (Somavera) αποφασισμένα, der of αποφασισμένος]
- w. determination, decidedly, resolutely (syn αποφασιστικά 1):
- αποφασισμένα2 [apofasizména] τα,
- matter or course of action decided upon, decision, resolution (syn L τα αποφασισθέντα):
- ο εγωισμός μού επέτρεψε να μην παρεκκλίνω ούτε γραμμή από τ' ~ (Karagatsis)
[pl of postmed (Somavera) το αποφασισμένο, substantiv. n of αποφασισμένος]
- matter or course of action decided upon, decision, resolution (syn L τα αποφασισθέντα):
- αποφασισμένος, -η, -ο [apofasizménos]
- ① having made up one's mind, determined, resolved (ant αναποφάσιστος2 1):
- αποφασισμένοι νέοι, σύντροφοι |
- ~ να καταστραφεί bent on self-destruction |
- με καρδιά αποφασισμένη παραιτήσανε το Σούλι (Vlachogiannis) |
- τον ακολούθησαν, αποφασισμένοι να ζήσουν την ασκητική ζωή γυρίζοντας τον κόσμο (Papantoniou) |
- έδειχνε αποφασισμένη για μια μάχη, που την ένοιωθε χαμένη κιόλα (KPolitis) |
- υπήρξε ο πλέον ~ υπερασπιστής της ανεξαρτησίας της εκκλησίας (Tatakis)
- ② considered lost, written off, condemned (syn ξεγραμμένος):
- ~ άρρωστος |
- είπε ο γιατρός πως είμαι ~ για θάνατο; (Panagiotop)
- ③ upon which a decision has been made, decided upon (ant αναποφάσιστος2 2):
- αποφασισμένες ενέργειες |
- poem .. θα προσφέρουμε τις ώρες μας προσάναμμα στην αποφασισμένη προέλαση (Elytis)
[fr postmed (Somavera) αποφασισμένος, ppp of αποφασίζω]
- ① having made up one's mind, determined, resolved (ant αναποφάσιστος2 1):
- αποφασιστικά [apofasistiká] adv (L)
- ① w. determination, decidedly, resolutely, boldly (syn αποφασισμένα):
- αποκρίθηκε, διάβηκε, μίλησε, μπήκε, σκέφτηκε ~ |
- στάθηκε ~ |
- η γλώσσα του είναι ~ και στέρεα ακουμπισμένη στη λαϊκή γλώσσα (Palam, adapted) |
- το Bυζάντιο έγειρε ~ |
- τα τανκς κατέβαιναν ~ |
- τα κράτη της μακρινής Aσίας στράφηκαν ~
- ② to a great extent, decisively, substantially, crucially (syn κρίσιμα):
- ενισχύει, επηρεάζει, ευθύνεται, συμβάλλει ~ |
- ~ περιορισμένη δύναμη |
- η υγεία του κλονίστηκε ~ |
- την ώρα εκείνη κρίνουνταν ~ η τύχη του (Drosinis) |
- η άλγεβρα προωθήθηκε ~ |
- αυτά τα τραγούδια είναι που χωρίζουν αποφασιστικότερα τις γενιές (Panagiotop)
[fr postmed (Somavera) αποφασιστικά, der of αποφασιστικός]
- ① w. determination, decidedly, resolutely, boldly (syn αποφασισμένα):
- αποφασιστικός, επίθ.
-
- (Προκ. για αποφθέγματα) που κλείνει, περιέχει ουσιαστικό νόημα:
- (Mπερτόλδος 3).
[<αόρ. του αποφασίζω + κατάλ. ‑τικός. H λ. στο Somav. και σήμ.]
- (Προκ. για αποφθέγματα) που κλείνει, περιέχει ουσιαστικό νόημα:
- αποφασιστικός -ή -ό [apofasistikós] Ε1 : 1α.(για πρόσ.) που παίρνει γρήγορα αποφάσεις, που δε διστάζει υπολογίζοντας τις δυσκολίες ή τους κινδύνους: Για να λυθούν τα χρόνια και ακανθώδη προβλήματα πρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση ένας ~ και δραστήριος άνθρωπος. β. που χαρακτηρίζει αποφασιστικό άνθρωπο: Kράτησε μια αποφασιστική και ανυποχώρητη στάση. Mίλησε με αποφασιστικό τόνο. 2. για κτ. πολύ σημαντικό και κρίσιμο από το οποίο εξαρτάται το αποτέλεσμα ή η εξέλιξη μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας· καθοριστικός: Ο ρόλος του στις διαπραγματεύσεις ήταν ~. H τελευταία μάχη ήταν η αποφασιστική. Έχουν γίνει αποφασιστικά βήματα για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
αποφασιστικά ΕΠIΡΡ 1. με αποφασιστικότητα: Έδρασε / απάντησε ~. 2. καθοριστικά: H γέννηση του παιδιού άλλαξε ~ τη ζωή της. [λόγ. αποφασισ- (αποφασίζω) -τικός μτφρδ. γαλλ. décisif (διαφ. το μσν. αποφασιστικός `που περιέχει νόημα΄)]
- αποφασιστικός1 [apofasistikós] ο, (L)
- determined or strong-willed person (ant αναποφάσιστος1):
- ο ~ παραβλέπει λεπτομέρειες, που μπορεί να έχουν καίρια σημασία (Panagiotop)
[substantiv. m of αποφασιστικός2]
- determined or strong-willed person (ant αναποφάσιστος1):
- αποφασιστικός2, -ή, -ό [apofasistikós] (L)
- ① determined, resolute, bold, strong-willed (ant αναποφάσιστος2 1, δισταχτικός):
- ~ εχθρός |
- αποφασιστική προσπάθεια, φωνή |
- αποφασιστικό βήμα, πρόσωπο |
- ~ τόνος της φωνής |
- αποφασιστική κίνηση του κεφαλιού |
- η φυσιογνωμία του έπαιρνε κάτι το αποφασιστικό και το ύπουλο συνάμα (Karagatsis) |
- θ' ακολουθήσει μια σειρά εγκλημάτων, που γίνονται με πιο αποφασιστικό χέρι (Sachinis) |
- τι όμορφα που είναι, έτσι άγρια κι αποφασιστικά, τα μάτια της μικρής μας αδερφής (Venezis) |
- ξεσηκωθήκαν και τ' αποφασιστικά παιδιά που αποτελούν την οργάνωση "Πρόσκοποι του Bασιλέως" (Psathas)
- ② decisive, conclusive, crucial (syn κρίσιμος):
- ~ παράγοντας, σταθμός |
- αποφασιστική γνωριμία, έρευνα, μελέτη |
- αποφασιστική εξέλιξη, επίδραση, μάχη, πρόοδος, φάση |
- αποφασιστικό γεγονός, κριτήριο, στοιχείο |
- αποφασιστικό επιχείρημα clinching argument |
- αποφασιστική απόδειξη conclusive evidence (syn πειστικός) |
- αποφασιστικό σημείο critical point, turning-point |
- η αποφασιστική δοκιμασία the acid test, crucial test |
- αποφασιστική ψήφος deciding vote |
- υλικό αποφασιστικής σημασίας |
- βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας αποφασιστικής στροφής της λογοτεχνίας (Thrylos) |
- ο F. εσημάδεψε μερικά αποφασιστικά για το ζήτημα τούτο χωρία (Karouzos) |
- η εικοσαετία, στην οποία έχουμε ήδη μπει, θα είναι αποφασιστική για την ύπαρξη της Eλλάδος (Angelop) |
- του Oδυσσέα ο ρόλος υπήρξε αποφασιστικότερος απ' ό,τι του Aίαντα (Maronitis)
[fr kath αποφασιστικός ← postmed, MG (Koumanoudis), der of MG (Anna Comn) αποφάσιστος; cf αναποφάσιστος]
- ① determined, resolute, bold, strong-willed (ant αναποφάσιστος2 1, δισταχτικός):