Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόφαση η [apófasi] Ο33 : το αποτέλεσμα του αποφασίζω. α. τελική επιλογή ή γνώμη για κτ., ύστερα από σκέψη ή συζήτηση: Tην ~ να σπουδάσω την πήρα όταν ήμουν πολύ μικρός, αποφάσισα. H απόφασή μου να μη δεχτώ την πρότασή του είναι οριστική / αμετάκλητη. Είναι ειλημμένη ~ της κυβέρνησης να
Πήρε τη μεγάλη / τη δύσκολη ~ να αλλάξει τρόπο ζωής. (έκφρ.) το παίρνω ~, αποδέχομαι κτ. δυσάρεστο που δεν μπορώ να το αποτρέψω ή να το αλλάξω: Πρέπει να το πάρεις ~ ότι για να πετύχεις πρέπει να δουλέψεις. Πώς να το πάρει ~ ότι θα πεθάνει; β. κρίση στην οποία καταλήγει κάποιο επίσημο όργανο, ύστερα από ορισμένη, τυπική διαδικασία: Tο δικαστήριο εξέδωσε / έβγαλε καταδικαστική / αθωωτική / τελεσίδικη ~. Οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι σεβαστές από τους διαδίκους. Δημοσιεύτηκαν οι αποφάσεις όλων των συνεδρίων του κόμματος.
[μσν. απόφαση `διάταγμα΄ < αρχ. ἀπό φα(σις) `κρίση (δικαστηρίου), βεβαίωση΄ -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόφαση1 [apófasi] η, (L) philos
- act or result of denying a proposition, negation (syn άρνηση, ant κατάφαση):
- με τις κρίσεις κατά το ποιόν εκφράζεται η βασική για τη γνώση λειτουργία του νου, η κατάφαση ή η ~, το ναι ή το όχι (Tatakis)
[fr kath απόφασις ← PatrG ← K, AG (der of ἀπόφημι)]
- act or result of denying a proposition, negation (syn άρνηση, ant κατάφαση):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόφαση2 [apófasi] η,
- ① decision, resolution:
- λαβαίνω, κάνω, παίρνω ~ take (or reach) a decision |
- ατομική, ομαδική ~ |
- δύσκολη, μεγάλη ~ |
- πήρε την ~ να δουλέψει, να φύγει |
- μοναδικός σκοπός της συνεδρίας ήταν να παρθούν οι αποφάσεις για τη δολοφονία του Σ. |
- δεν άλλαξε ~ ποτές του (Myriv) |
- προσπαθούσε να συγκρίνει και να βγάλει ~ |
- είχα πάρει την ~ να σταδιοδρομήσω στο θέατρο (Melas)
- ⓐ phr το παίρνω ~ acquiesce to or be reconciled w. sth, accept:
- το πήρε πια ~ πως δεν υπάρχει τρόπος να με βάλει στον ίσο δρόμο (Theotokas) |
- κλαίνε τυπικά τα χάλια μας· στο βάθος το έχουν πάρει ~ (Christidis AK) |
- πρέπει να το πάρομε ~ |
- ούτε η τέχνη δεν μας λυτρώνει από το άγχος (Thrylos)
- ⓑ ruling, verdict, judgment (near-syn βούλευμα, ετυμηγορία):
- αθωωτική, καταδικαστική ~ |
- βγήκε η ~του δικαστηρίου |
- ~ στρατοδικείου court martial order |
- το εκλογοδικείο ποτέ στην ιστορία του δεν πήρε αποφάσεις, που να ανατρέπουν μια κατάσταση που έχει ήδη δημιουργηθεί
- ② resoluteness, resolve, determination, decisiveness (syn αποφασιστικότητα, ant αναποφασιστικότητα):
- "εγώ 'μαι ο ανάξιος ο βοσκός!", βροντοφώναξε μ' ~ και γροθοκοπάνισε το στήθος του (Prevelakis)
[fr postmed απόφασις ← MG, PatrG ← K (also pap), AG (der of ἀποφαίνω)]
- ① decision, resolution: