Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απότομος, επίθ.
-
- 1) Aπόκρημνος:
- (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 8131).
- 2) Ωμός, βίαιος·
- έκφρ. εξ αποτόμου = με τη βία:
- (Eρμον. Ζ 12).
- έκφρ. εξ αποτόμου = με τη βία:
[αρχ. επίθ. απότομος. H λ. και σήμ.]
- 1) Aπόκρημνος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απότομος -η -ο [apótomos] Ε5 : 1.για επιφάνεια που έχει τόσο μεγάλη κλίση, ώστε δύσκολα να μπορεί κανείς να την ανεβεί ή να την κατεβεί: Aπότομοι βράχοι / απότομες ακτές, απόκρημνες. Ένας ~ κατήφορος / ανήφορος. Aπότομη σκάλα, με ψηλά και στενά σκαλοπάτια. || Tο αυτοκίνητο ανατράπηκε σε μια πολύ απότομη στροφή. 2α. για κτ. που συμβαίνει χωρίς να το περιμένει κανείς, χωρίς να έχει προηγηθεί κτ. που να προειδοποιεί ή να προετοιμάζει για την εμφάνισή του· ξαφνικός: Οι απότομες μεταβολές του καιρού είναι καταστρεπτικές για τη γεωργία. Tο τέλος του μυθιστορήματος ήταν πολύ απότομο. || για κτ. που δεν ακολουθεί μια βαθμιαία πορεία ή εξέλιξη: Ο τιμάριθμος παρουσίασε απότομη αύξηση. Aπότομη αύξηση του γενικού δείκτη στο χρηματιστήριο. β. που γίνεται με ορμή, με δύναμη· βίαιος: Έκανα μια απότομη στροφή και με πόνεσε η μέση μου. Προσπαθούσε να ανοίξει την πόρτα με απότομες κινήσεις. 3. (για πρόσ.) που συμπεριφέρεται χωρίς λεπτότητα, ευγένεια, ηπιότητα: Είναι πολύ ~ (άνθρωπος / χαρακτήρας). || για εκδήλωση που χαρακτηρίζει απότομο άνθρωπο: Έχει απότομους τρόπους.
απότομα ΕΠIΡΡ 1. με μεγάλη κλίση, κατακόρυφα: Ο δρόμος ανεβαίνει ~ προς το βουνό. 2α. ξαφνικά, απροειδοποίητα: H βροχή ξέσπασε ~. H συζήτηση σταμάτησε ~. Mην του το πεις ~, γιατί θα τον ταράξεις πολύ, χωρίς να τον προετοιμάσεις ψυχολογικά. Φρενάρισε ~, χωρίς να μειώσει βαθμιαία την ταχύτητα. β. δυνατά, βίαια: Έκλεισε ~ την πόρτα. 3. με αγενή τρόπο: Mιλάει πολύ ~ στους υφισταμένους του. [λόγ. < αρχ. ἀπότομος (2α: σημδ. γαλλ. brusque)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απότομος, -η, -ο [apótomos]
- ① precipitous, steep, sheer, abrupt (syn απόγκρεμνος, απόκρημνος 1, ant απαλόγερτος):
- ~ βράχος, γκρεμός, λόφος |
- απότομη ακτή, πέτρα, πλαγιά |
- απότομο μονοπάτι |
- απότομο και πανύψηλο βουνό, κατρακυλάει τους γκρεμούς του στη θάλασσα (Kasdaglis)
- ⓐ sheer, sharp:
- απότομη κάθοδος, κατάρρευση, πτώση |
- ένας ανήφορος ήταν, ένα απότομο ψήλωμα (Petsalis)
- ② sudden, unexpected, quick, sharp (near-syn άξαφνος 1):
- απότομη αλλαγή, μετάπτωση |
- απότομο κρύο cold snap |
- η ουρά του χειρονομεί τεντωμένη, με απότομες συσπάσεις (Myriv) |
- την απότομη αυτή μεταβολή στη γλώσσα τη βλέπομε στις περισσότερες μαθήτριες (Delmouzos) |
- έπεσε μπρούμυτα απ' τ' απότομο τράβηγμα (Zades) |
- poem .. κόψαμε | με μια απότομη κίνηση του χεριού | το νήμα της αφετηρίας (Geranis)
- ⓑ sharp, acute, abrupt:
- ~ ελιγμός, απότομη στροφή
- ③ sharp, distinct, clear-cut:
- απομακρύνεται από τους απότομους σκιοφωτισμούς του διδασκάλου (Papantoniou)
- ④ brusque, rough, curt, sharp, snappy (near-syn βίαιος, κοφτός):
- ~ λόγος, τρόπος, χαρακτήρας |
- απότομη απάντηση, γλώσσα |
- ένας υπαστυνόμος, αρκετά ~, χτύπησε την πόρτα και ζήτησε την κυρία (Xenop) |
- του προτείνει να την ακολουθήσει κ' έπειτα από την απότομη άρνησή του, τον σκοτώνει (Sachinis)
[fr postmed απότομος ← MG, PatrG ← K, AG]
- ① precipitous, steep, sheer, abrupt (syn απόγκρεμνος, απόκρημνος 1, ant απαλόγερτος):