Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απότιστος, επίθ.
-
- Που δεν έχει πιει, διψασμένος:
- άφαγος και απότιστος (Iμπ. (Legr.) 645).
[μτγν. επίθ. απότιστος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει πιει, διψασμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απότιστος -η -ο [apótistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ποτίσει, που δεν είναι ποτισμένος. 1. για φυτό που δεν του έχουν ρίξει νερό: Άφησα τα λουλούδια απότιστα και ξεράθηκαν. 2. για ζώο που δεν του έχουν δώσει νερό να πιει: Tα ζώα έμειναν απότιστα.
[ελνστ. ἀπότιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απότιστος, -η, -ο [apótistos] (& απότιγος)
- ① not having received water, unwatered (ant ποτισμένος):
- ~ κρίνος, μενεξές |
- απότιστη γη, γλάστρα |
- απότιστο δέντρο, κτήμα, χώμα |
- απότιστo άλογο, απότιστα χείλια |
- το δέρμα της .. έπιανε ν' αλαφρομαραίνεται, έτσι σαν ανθοπέταλο απότιστο (Terzakis) |
- με δυσκολία άρθρωσε τις λέξεις, λες και ξερίζωνε απότιστα κρεμμύδια (Chatzikostas) |
- folks. γαρουφαλιά μ' απότιστη, που 'σαι στα κεραμίδια (Passow) |
- poem δε μένει ~ γιαλός | απ' τη νερένια του άβυσσο (Xydis)
- ② cultivated without irrigation (syn ξερικός, ant ποτιστικός):
- το νερό ξερίζωνε περιβολήσια δέντρα, δέντρα απότιστα - συκιές, αμυγδαλιές, ελιές (Manglis) |
- το καλύτερο χασίσι το δίνουν οι απότιστες κανναβουριές, οι καλλιεργημένες σε φτωχό χώμα (IPetrop)
- ③ fig not having received beneficial care or influence:
- θα καταπλαγεί βλέποντας τη στεγνότητα, τη σχολαστικότητα, που παρουσίαζε το ελεύθερο τμήμα της χερσονήσου, το απότιστο από τα νάματα της Mαυριτανικής οάσεως (Papatsonis) |
- poem κι ως μείνα απότιστα, ακανάκιστα, χερσέψαν τα κορμιά τους (Kazantz Od 4.152)
[fr MG απότιστος ← PatrG, K (pap), cpd w. *ποτιστός (: ποτίζω); cf ἀπότιστος, θεο-, νεο-, (Gloss.) εὐπότιστος; cf also ποτιστέον]
- ① not having received water, unwatered (ant ποτισμένος):