Παράλληλη αναζήτηση
7 εγγραφές [1 - 7] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- απότις, σύνδ.,
- βλ. αφότι.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απότιση η [apótisi] Ο33 : (λόγ.) απόδοση οφειλής, κυρίως στο ~ φόρου τιμής / ευγνωμοσύνης σε κπ., απόδοση σε κπ. της τιμής / της ευγνωμοσύνης που του οφείλεται.
[λόγ. < ελνστ. ἀπότι(σις) `ξεπλήρωμα΄ -ση κατά τη σημ. της λ. αποτίνω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απότιση [apótisi] η, (L)
- ① giving as due, paying, payment:
- phr ~ τιμής payment of tribute, rendering of honor (syn απόδοση τιμής) |
- ~ τιμής στους ήρωες, μάρτυρες, νεκρούς |
- στις περιπτώσεις αυτές η κριτική οφείλει να παραχωρεί τη θέση της στην ~ φόρου τιμής (Vakalo)
- ② granting, conferment, rendering (syn απόδοση 2b, απονομή 1):
- στην ~ της δικαιοσύνης επιβλέπει η Δίκη (Malevitsis) |
- οι προθέσεις του έναν τρόπο μοναχά κατέχουν για να εκδηλωθούν, την ~
[fr kath απότισις ← PatrG, K]
- ① giving as due, paying, payment:
[Λεξικό Γεωργακά]
- απότιστο [apótisto] το,
- field cultivated without irrigation:
- α δε βρέξει ακόμα, θα καγούν όλες οι ελιές πάνου στ' απότιστα (Myriv)
[der of απότιστος]
- field cultivated without irrigation:
[Λεξικό Κριαρά]
- απότιστος, επίθ.
-
- Που δεν έχει πιει, διψασμένος:
- άφαγος και απότιστος (Iμπ. (Legr.) 645).
[μτγν. επίθ. απότιστος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει πιει, διψασμένος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απότιστος -η -ο [apótistos] Ε5 : που δεν τον έχουν ποτίσει, που δεν είναι ποτισμένος. 1. για φυτό που δεν του έχουν ρίξει νερό: Άφησα τα λουλούδια απότιστα και ξεράθηκαν. 2. για ζώο που δεν του έχουν δώσει νερό να πιει: Tα ζώα έμειναν απότιστα.
[ελνστ. ἀπότιστος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απότιστος, -η, -ο [apótistos] (& απότιγος)
- ① not having received water, unwatered (ant ποτισμένος):
- ~ κρίνος, μενεξές |
- απότιστη γη, γλάστρα |
- απότιστο δέντρο, κτήμα, χώμα |
- απότιστo άλογο, απότιστα χείλια |
- το δέρμα της .. έπιανε ν' αλαφρομαραίνεται, έτσι σαν ανθοπέταλο απότιστο (Terzakis) |
- με δυσκολία άρθρωσε τις λέξεις, λες και ξερίζωνε απότιστα κρεμμύδια (Chatzikostas) |
- folks. γαρουφαλιά μ' απότιστη, που 'σαι στα κεραμίδια (Passow) |
- poem δε μένει ~ γιαλός | απ' τη νερένια του άβυσσο (Xydis)
- ② cultivated without irrigation (syn ξερικός, ant ποτιστικός):
- το νερό ξερίζωνε περιβολήσια δέντρα, δέντρα απότιστα - συκιές, αμυγδαλιές, ελιές (Manglis) |
- το καλύτερο χασίσι το δίνουν οι απότιστες κανναβουριές, οι καλλιεργημένες σε φτωχό χώμα (IPetrop)
- ③ fig not having received beneficial care or influence:
- θα καταπλαγεί βλέποντας τη στεγνότητα, τη σχολαστικότητα, που παρουσίαζε το ελεύθερο τμήμα της χερσονήσου, το απότιστο από τα νάματα της Mαυριτανικής οάσεως (Papatsonis) |
- poem κι ως μείνα απότιστα, ακανάκιστα, χερσέψαν τα κορμιά τους (Kazantz Od 4.152)
[fr MG απότιστος ← PatrG, K (pap), cpd w. *ποτιστός (: ποτίζω); cf ἀπότιστος, θεο-, νεο-, (Gloss.) εὐπότιστος; cf also ποτιστέον]
- ① not having received water, unwatered (ant ποτισμένος):