Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόστρατος -η -ο [apóstratos] Ε5 : που βρίσκεται σε αποστρατεία, που είναι αποστρατευμένος: Είναι ~. ~ συνταγματάρχης / αντιστράτηγος. || (ως ουσ.): Ένωση αποστράτων. Επαναφορά αποστράτων στην ηγεσία του στρατεύματος.
[λόγ. αποστρατ(εύω) -ος (αναδρ. σχημ.)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόστρατος1 [apóstratos] ο, (L)
- ① milit person retired fr military service, retired officer, veteran (syn απόμαχος1, near-syn βετεράνος, παλαίμαχος):
- ήταν ένας γιγαντόσωμος ~, φαγάς και λογάς (Xenop) |
- απόστρατοι ιχνηλατούσανε τον ορίζοντα, μήπως δουν αποπουθενά σημείο να τραβήξουνε το σπαθί για την πατρίδα (Melas) |
- ο στρατηγός ήταν ήδη ~ του ελληνικού στρατού (Christidis) |
- ο Φινλανδός αξιωματικός ~ πια ιδιωτεύει στη Στοκχόλμη (Panagiotop, adapted) |
- ο στρατηγός Roche είναι ~ από ετών, παλαιός μαχητής των Nαπολεοντείων πολέμων (Petsalis)
- ② fig person w. many years of experience, veteran (syn βετεράνος, παλαίμαχος):
- τώρα πλέον, φίλτατε, απόστρατοι όντες αμφότεροι της ζωής, δυνάμεθα να συζητήσωμεν (Theotokas) |
- της κίνησης της γενιάς του '30 στον επιστημονικό τομέα φορείς υπήρξαν ορισμένοι, που σήμερα δρουν ως "απόστρατοι" ιδίως της Φιλοσοφικής Σχολής της Θεσσαλονίκης (Kriaras)
[fr kath (neol Koumanoudis) ο απόστρατος, substantiv. m of απόστρατος2; cf επίστρατος]
- ① milit person retired fr military service, retired officer, veteran (syn απόμαχος1, near-syn βετεράνος, παλαίμαχος):
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόστρατος2, -η, -ο [apóstratos] (L) milit
- retired fr active military service, veteran (syn απόμαχος2, αποστρατευμένος 1, near-syn παλαίμαχος):
- ~ αεροπόρος, αξιωματικός, λοχαγός, ναύαρχος, συνταγματάρχης, ταγματάρχης, ταξίαρχος |
- τα μέλη της γερουσίας αυτής ήταν απόστρατοι στρατηγοί, απόμαχοι ναύαρχοι, που τους επήρε το όριον ηλικίας (Melas) |
- ο ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου, ~ αξιωματικός, το διατηρούσε γυμνό και παστρικό σα στρατώνα (Ouranis) |
- στην παρέα τους είναι κι ο T., ~ αεροπόρος (Karagatsis) |
- πολίτης τώρα πια, ~ συνταγματάρχης, δεν ήξερε πώς να φάει τις ώρες του (Petsalis)
- ① fig retired (fr active service, work etc), superannuated (syn απόμαχος2, αποστρατευμένος 2, near-syn παλαίμαχος):
- ~ δικηγόρος
- ⓐ sexually inactive:
- είναι πια ~, δεν κάνει παιδιά
[fr kath (neol) απόστρατος, cpd of απο- & στρατός]
- retired fr active military service, veteran (syn απόμαχος2, αποστρατευμένος 1, near-syn παλαίμαχος):