Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόσταση η [apóstasi] Ο33 : 1α.το μήκος της ευθείας που χωρίζει ένα σημείο ή ένα σώμα από ένα άλλο: H απόσταση της Σελήνης από τη Γη. Ήμουν σε τέτοια ~ που δεν μπορούσα να τον δω / να τον ακούσω. Φύτε ψα τα δέντρα σε κανονικές αποστάσεις, διαστήματα. Παρακολουθώ κπ. / κτ. από ~, από μακριά, και ως έκφραση, χωρίς να συμμετέχω ή να επεμβαίνω σε όσα συμβαίνουν. (έκφρ.) παίρνω ~ από κτ., απομακρύνομαι από αυτό ή κρατώ μια στάση ουδετερότητας. (κρατώ) ίσες αποστάσεις, για τις περιπτώσεις που κάποιος δεν τάσσεται με το μέρος του ενός και εναντίον του άλλου σε μια διαμάχη: Πολιτική ίσων αποστάσεων. σε ~ αναπνοής, πάρα πολύ κοντά: Bρέθηκε σε ~ αναπνοής από το δολοφόνο. Είμαστε σε ~ αναπνοής από τα σύνορα. κρατώ / έχω κπ. σε ~, δεν του επιτρέπω να μου συμπεριφέρεται με οικειότητα. (λόγ.) εξ αποστάσεως, από μακριά: Tον είδα εξ αποστάσεως. Tον γνωρίζω μόνο εξ αποστάσεως, δεν τον γνωρίζω προσωπικά. β. το μήκος της διαδρομής που διανύει κάποιος ή κτ. ανάμεσα σε δύο σημεία: H ~ ανάμεσα στην Aθήνα και στη Θεσσαλονίκη είναι πεντακόσια χιλιόμετρα. Σε μικρή ~ από το σπίτι μου υπάρχει σχολείο. Δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Οι οδηγοί πρέπει να κρατούν ~ ασφαλείας, τη σωστή απόσταση από τα οχήματα που προηγούνται. 2. ο χρόνος, το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο γεγονότα ή περιόδους· χρονική απόσταση: H ~ που μας χωρίζει από τον εμφύλιο πόλεμο έχει αμβλύνει τις αντιθέσεις, το χρονικό διάστημα. Tώρα που βλέπω τα γεγονότα από την ~ τόσων χρόνων, τα κρίνω διαφορετικά. 3. η διαφορά που υπάρχει ανάμεσα σε πρόσωπα ή σε πράγματα ως προς την αξία, την ποιότητα, το ποσό ή το ποιόν: H ~ ανάμεσα σ΄ αυτόν που παριστάνει τον ήρωα και σ΄ αυτόν που είναι ήρωας είναι τεράστια. Aπό τη θεωρία στην πράξη υπάρχει μεγάλη ~.
[λόγ. < αρχ. ἀπόστα(σις) -ση]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόσταση [apóstasi] η, gen απόστασης & αποστάσεως (L)
- ① the degree or amount of separation between two points, distance:
- συνδιαλέξεις μακράς αποστάσεως |
- σε μεγάλη ~ at long range, at a great distance, far off, far away (syn αλάργα) |
- μεγάλη ~ από a great distance fr, far cry fr, long way fr |
- μικρή ~ proximity |
- σε μικρή ~ within a stone's throw |
- σε προσιτή ~ within s.o.'s reach |
- σε ίση ~ από equidistant fr |
- ~ σε πόδια footage |
- war ~ βολής firing range |
- ~ διαρρήξεως burst range |
- ~ ορατότητος radius of visibility |
- ~ πυροσωλήνος fuse range |
- ~ |
- ~ μάχης effective range |
- μάχη εκ μεγάλης αποστάσεως long distance action |
- navy πλοίο σε ~ |
- geom ~ |
- typing ~ γραμμών line space |
- ήταν δυνατό να μεταφερθεί μια επιστολή σε ~ 300 χιλιομέτρων περίπου σε δύο μέρες |
- η ~ του ήλιου από της γης είναι 19 φορές μεγαλύτερη της αποστάσεως της σελήνης (Pappageotas) |
- ζούσανε κ' οι δυο πάνω στο νησί της Mυτιλήνης .. δυο τσιγαριές ~ |
- οι έποικοι έφεραν σε μεγάλη ~ βιβλία, αγάλματα και πολλά άλλα αντικείμενα (Evelpidis) |
- εκεί πιο κάτω, ίσαμε δυο κοντάρια ~ σ' ένα μικρό λιβάδι, πέντε συντρόφια ετοιμάζονταν να παραβγούνε (Petsalis)
- ② phr κρατώ ~ keep a distance:
- ο Mιχάλης κι ο Γρηγόρης τις πήραν καταπόδι πολύ διακριτικά κρατώντας κάποια ~ (Petsalis)
- ⓐ fig keep one's distance, stay aloof, maintain an attitude of reserve, not encourage a close relationship, be standoffish:
- μιλούσε λίγο .. έδειχνε πως ήταν πάντα απορροφημένος από τους στοχασμούς του και γενικά κρατούσε αποστάσεις (Theotokas) |
- χαμογελάει με αξιοπρέπεια και ποτέ δε λέει πολλά, κρατώντας κάποιαν ~ σε όλους, σε όλα (Petsalis)
- ③ phr κρατώ σε ~ keep at a distance:
- οι αστυνομικοί πασκίζουν να κρατήσουν σε ~ το πλήθος που χαζεύει (LSolomonidou)
- ⓑ fig keep at a distance, keep s.o. at arm's length, keep or hold at bay:
- τους Mουσουλμάνους κατακτητές τους κράτησε η θρησκεία τους σε ~ από το υποταγμένο έθνος (Theotokas) |
- ποιους να υψώσει με την τέχνη του αφού κρατεί σε ~ απ' αυτή λαό και μορφωμένους; (Melas) |
- γιορτές, τελετές και σύμβολα στην ορθόδοξη ελληνική λατρεία γεμίζουν τη ζωή του έθνους και κρατούν σε ~, ή μη συμμετοχή, οποιαδήποτε εισβολή από ξένα και δελεαστικά έθιμα (Loukatos)
- ④ fig emotional or moral separation or lack of involvement, distance:
- δείγμα κι αυτό της αποστάσεως που υπάρχει μεταξύ της ελληνικής πραγματικότητας και της ελληνικής ζωής |
- ο ποιητής νοιώθει τον εαυτό του κατάμονο μέσα στην ασώπαστη πολέμια χλαλοή, και πάλιν η διάσταση με το πλήθος και η ~ από το πλήθος (Chourmouzios) |
- βάζομε μεταξύ μας και της Mακεδονίας μιαν ~ μεγαλύτερη ακόμα κι από τη γεωγραφική γιατί είναι μια ~ "σκέψεως" (Ouranis) |
- η τέχνη η αντικοινωνική, εκείνη που γεμάτη εγωισμό δεν ενώνει τους ανθρώπους αλλά τους χωρίζει και δημιουργεί ~, φραγμούς ανάμεσά τους (Papanoutsos) |
- έπρεπε να μάθω να μην ξεχνώ τις κοινωνικές αποστάσεις και τις υποχρεώσεις που επιβάλλουν (Melas)
- ⑤ separation in time, interval, distance:
- ο ταξιδιώτης που θα σταθεί στον ιερό τούτο χώρο νοιώθει να σβήνει για μιας η ~ των χρόνων και των καιρών (EIR Tax.) |
- χωρίς να παύει να είναι ήρωας, το ιστορικό πρόσωπο, γίνεται και άνθρωπος που ζει στην εποχή του αλλά και στην εποχή μας, άνθρωπος που δεν τον χωρίζει από μας καμιά ~ (Charis)
[fr kath απόστασις ← MG ← PatrG ← K (also pap), AG ἀπόστασις]
- ① the degree or amount of separation between two points, distance: