Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσταγμα
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόσταγμα το [apóstaγma] Ο49 : 1.προϊόν της απόσταξης: ~ κρασιού, κονιάκ. ~ αρωματικών φυτών, τα αιθέρια έλαια των φυτών. 2. (μτφ.) ό,τι περιέχει το βαθύτερο νόημα, ό,τι συμπυκνώνει την ουσία μιας πνευματικής δημιουργίας: Οι παροιμίες είναι το ~ της λαϊκής σοφίας. Πολύτιμα συγγράμματα που είναι ~ μελέτης πολλών ετών.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόσταγμα `κτ. που στάζει σε σταγόνες΄ κατά τη σημ. της λ. απόσταξη & σημδ. γαλλ. distillat]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόσταγμα [apóstaγma] το, (L)
  • ① chem, pharm distillation, distillate, extract, extractive, essence (syn εκχύλισμα):
    • ~ λουλουδιών attar |
    • ~ οίνου aqua vitae; any of several distillates of wine as brandy, ouzo, raki |
    • ούτε καν για παράδειγμα, ~ βανίλιας ή χάπια για το λαιμό |
    • όταν το σιρόπι δέσει, προσθέτετε μισό ποτήρι καφέ (το ~) πολύ δυνατό |
    • από τις θυρίδες των πρατηρίων της εδιάβαιναν .. ο ζαχαροπλάστης, ο μυροπώλης, ο φίλος του μύρου, να εξασφαλίσουν λίγο ~ (Melas) |
    • τα περισσότερα μικροκαταστήματα πουλούσαν τα δυνατά εκείνα πανάκριβα και πηχτά σαν το λάδι ανατολίτικα αποστάγματα αρωμάτων που μια σταγόνα τους είναι αρκετή για να σας ευωδιάσει ολόκληρο (Ouranis) |
    • poem ποιο ~ να βρίσκεται από βότανα | γητεύματος ..|.. κατά τες συνταγές | αρχαίων Eλληνοσύρων μάγων καμωμένο (Kavafis) |
    • της πνοής σου εκείνο τ' άρωμα ..|.. σαν απόσταγμ' από ρόδο κι από κρίνο | κι από μπελαντόνα είναι μαζί (Malakasis)
  • ② fig essence, concentrate, distillate:
    • ~ μελέτης, αρετής, γνώμης, πολιτισμού, τέχνης |
    • γράψιμο, ~ στοχασμών |
    • στις σελίδες του σαν σε ~ από πείρα ζωής πραγματεύεται θέματα που τον απασχόλησαν σε όλη του τη ζωή (Giakos) |
    • ~ μιας ομιλίας που μεταφέρουμε με ατομική μας ευθύνη .. είναι οι γραμμές που ακολουθούν (Palaiologos) |
    • αισθάνεται το καλλιτέχνημα σαν ~ ζωής, εμπειρίας, σοφίας και μορφοπλαστικής ιδιοφυΐας (Panagiotop) |
    • στο τέλος καταστάλαξε κι απόμεινε να ξεψαχνίζει ένα θέμα που βγήκε στη μέση σαν ~ |
    • από τόσα παράξενα κι ανόμοια πράγματα βγαίνει αυτό το "καθαρό ~" του λόγου που το λέμε ποίηση (Karantonis) |
    • έβλεπε κάθε άλλη αξία και ιδέα να οδηγεί πάλι στην Eλλάδα που γι' αυτόν ήταν το ~ της ανθρωπιάς (Michelis)

[fr postmed (Somavera) ← MG απόσταγμα, der of αποστάζω]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταγματικός, -ή, -ό [apostaγmatikós]
  • distilled, specialized:
    • η ποίησή μας .. δεν κατάφερε να γίνει προσιτότερη στο κοινόν, είναι αναμφισβήτητα μια ποίηση αποσταγματική για τους ειδικά προετοιμασμένους (Chatzinis)

[fr kath αποσταγματικός, der of απόσταγμα]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσταγματοποιείο [apostaγmatopiío] το,
  • distill house, distillery (syn αποστακτήριο 2, ποτοποιείο)

[der of απόσταγμα w. -ποιείον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες