Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσπερνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
απόσπερνα [apósperna] adv, region. (Aegean),
  • on the previous evening, the evening before (syn αποσπέρα 1):
    • ~ κείνης της μέρας είχε σφαλίσει την πόρτα και τα παραθύρια του καλυβιού (Plaskovitis)

[fr postmed (Du Cange, Somavera) απόσπερνα, der of απόσπερνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες