Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσπαση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόσπαση η [apóspasi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αποσπώ. 1α. αποκοπή ή αποκόλληση τμήματος από ένα συμπαγές σύνολο: ~ αποσαθρωμένων βράχων. H ~ και η πτώση μαρμάρων από την πρόσοψη του κτιρίου προκάλεσε ατύχημα. β. βίαιη συνήθ. αφαίρεση: β1. ενός πράγματος από τον κάτοχο ή χρήστη του: H ~ του μαχαιριού από τα χέρια του ληστή. β2. τμήματος μιας εδαφικής ενότητας: H ~ βυζαντινών εδαφών από τους Άραβες / από τους Tούρκους. γ. απόκτηση κάποιου πράγματος ή επίτευξη ενός στόχου με πιεστικό ή με δόλιο τρόπο: H ~ της ομολογίας έγινε με πολλή δυσκολία. Έκανε εκβιασμούς με σκοπό την ~ χρημάτων. 2. προσωρινή απομάκρυνση υπαλλήλου ή στρατιωτικού από την οργανική του θέση και τοποθέτησή του σε κάποια άλλη· (πρβ. μετάθεση): Εκπαιδευτικός που υπηρετεί με ~ στο Yπουργείο Παιδείας. Zήτησε ~ για νυχτερινό γυμνάσιο.

[λόγ. < ελνστ. ἀπόσπα(σις) `χώρισμα΄ -ση, σημδ.: 1α: γαλλ. détache ment· 1β: γαλλ. arrachement· 1γ: γαλλ. extorsion· 2: γαλλ. détachement]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόσπαση [apóspasi] η, (L)
  • ① taking or moving away fr, detachment, separation, extrication (near-syn αποδέσμευση, αποκόλληση, αποχωρισμός):
    • ~ από τη δουλεία |
    • ~ από το θέατρο, τα παραδομένα |
    • στο έτος αυτό σημειώθηκε η οριστική ~ της Kύπρου από το Bυζάντιο (Kanellop) |
    • τα ανάγλυφα αναπαριστούν την ~ της Εύας από το πλευρό του Αδάμ (id.) |
    • πρέπει στα ταξίδια ν' αναζητεί κανένας την ~ από όσα του είναι οικεία (Thrylos) |
    • αρχίζει η ριζική ~ του καλλιτέχνη από τη μάζα (Theodorakis)
  • ⓐ detachment (fr worldly matters), aloofness, isolation:
    • ~ από τις μέριμνες της ζωής |
    • ~ από τα πράγματα του κόσμου |
    • ο θεατής δεν μπορεί να καταλάβει το παραμικρό απ' όσα γίνονται μπροστά του με τέτοια ~ από την πραγματικότητα (Charis)
  • ② drawing out, extraction, obtainment, elicitation (near-syn εκμαίευση):
    • η γαλλική κυβέρνηση ενδιαφέρεται για την ~ νέων προνομίων από την Yψηλή Πύλη (Vacalop) |
    • την είδηση την αποσπάσατε, γιατί θέληση και συμφέρον του είναι η απόσπασή της (Palaiologos)
  • ③ (temporary) transfer to another unit, detachment:
    • ~ στρατιωτικών, υπαλλήλων |
    • σου κάνουν ~ εξολοκλήρου σε άλλο γυμνάσιο (KPapa)

[fr kath απόσπασις ← LK]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες