Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόσκεπος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
απόσκεπος, επίθ.
  • 1) Xωρίς πρόσθετο επένδυμα:
    • (Θησ. Ϛʹ [374]).
  • 2)
    • α) Aκάλυπτος, απροστάτευτος:
      • Eκ το σκουτάρι απόσκεπος ήτο (Πόλ. Tρωάδ. 7066
    • β) (προκ. για τόπο) αφρούρητος:
      • (Xρον. Mορ. H 6704).
  • 3) Aπαλλαγμένος από ηθικές δεσμεύσεις:
    • (Πεντ. Έξ. XXXII 25).

[<μτγν. επίθ. αποσκεπής (DGE). H λ. τον 11. αι. (LBG)]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόσκεπος, -η, -ο [apóscepos]
  • ① covered, protected (syn καλυμμένος, προστατευμένος, σκεπασμένος):
    • κρύβεται με τη μπρατσέρα σ' ένα απόσκεπο λιμανάκι (Karkavitsas) |
    • poem .. ο πόθος μου ο κρυφός | να βρω κλαδάκι απόσκεπο στα μάκρη της ερήμου (Malakasis) |
    • .. χτίζω μια καλύβα | απόσκεπη κι απ' το βοριά κι απ' τον πυρό το λίβα (Mavreas)
  • ② secret, hidden (syn απόκρυφος 1, κρυφός):
    • τα τραγούδια του δείχνονται άμοιαστα με τη ζωή του την ενδόμυχη, την απόσκεπη (Palam, adapted)

[fr postmed, MG απόσκεπος 'uncovered']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες