Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόσειση η [apósisi] Ο33 : η ενέργεια του αποσείω, απαλλαγή από κτ. που βαραίνει ηθικά ή ψυχικά κπ.: ~ των ευθυνών / των κατηγοριών. ~ της δουλείας, αποτίναξη.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόσει(σις) `κούνημα, προκλητικός χορός΄ -ση κατά την αλλ. της σημ. του αποσείω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόσειση [apósisi] η, (L)
- shaking off, getting rid of (syn αποτίναξη):
- ~ του ξενικού ζυγού, της κακιάς συνήθειας
[fr kath απόσεισις ← LK]
- shaking off, getting rid of (syn αποτίναξη):