Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόρροια
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόρροια η [apória] Ο27 : το αποτέλεσμα του απορρέω, κατάσταση που θεωρείται φυσικό επακόλουθο κάποιας άλλης: H σημερινή οικονομική κρίση είναι ~ λανθασμένων εκτιμήσεων και επιλογών. Tα συμπεράσματά του είναι ~ της στοχαστικής του σκέψης.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρροια `ροή υγρού, κτ. που προέρχεται από΄]

[Λεξικό Κριαρά]
απόρροια η.
  • (Προκ. για φτερά πτηνού) πτώση:
    • (Iερακοσ. 475).

[μτγν. ουσ. απόρροια]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόρροια [apória] η, (L)
  • ① philos product of emanation, efflux (syn απορροή 2b):
    • οι νεοπλατωνικοί δίδαξαν πως η ανθρώπινη ψυχή είναι ~ του θείου νου (Theodoridis) |
    • το ον μπορεί να θεωρηθεί εσωτερική ~ της νόησης (Papanoutsos)
  • ② result, consequence (syn ακολουθία 1b, αποτέλεσμα, επακόλουθο, συνέπεια):
    • λογική, φυσική ~ |
    • ~ αναζητήσεων, ενεργειών |
    • ~ μιας αντίληψης, θεωρίας, νοοτροπίας, παρεξήγησης |
    • το Kυπριακό είναι ~ μιας επεκτατικής πολιτικής (της Tουρκίας) |
    • οι καταχρήσεις εις βάρος των εργατών είναι ~ του συστήματος |
    • τα έργα του πνεύματος υπήρξαν πάντα ~ μιας ψυχοφυσιολογικής πραγματικότητας (Prevelakis) |
    • η εξέγερσή του είναι ~ στυγνής απόγνωσης (Panagiotop) |
    • μερικές από τις αρχές που πρεσβεύει τις θεωρούμε άμεση ~ των ιδεών του Διαφωτισμού (Vranousis) |
    • ~ της μεγάλης προσδοκίας ήταν η υπομονή (Psathas)

[fr kath απόρροια ← PatrG ← K, AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες