Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόρριμμα το [apórima] Ο49 (συνήθ. πληθ.) : ό,τι πετάει κανείς ως άχρηστο· σκουπίδι: Όχημα / σύστημα αποκομιδής απορριμμάτων. Δοχείο απορριμμάτων. Επεξεργασία / ανακύκλωση των απορριμμάτων.
[λόγ. < ελνστ. ἀπόρριμμα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απορριμματοφόρο [aporimatofóro] το, (L)
- garbage-van, garbage-truck:
- παιδάκι συνεθλίβη από ~ του δήμου |
- το ~ ήταν σταθμευμένο κανονικά στο δεξιό πεζοδρόμιο
[fr kath (neol) απορριμματοφόρον (sc αυτοκίνητον), substantiv. n of απορριμματοφόρος, cpd of απόρριμα & -φόρος (: φέρω)]
- garbage-van, garbage-truck:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απορριμματοφόρος -α -ο [aporimatofóros] Ε4 : που μεταφέρει σκουπίδια: Ο δήμος αγόρασε καινούρια απορριμματοφόρα οχήματα. || (ως ουσ.) το απορριμματοφόρο, όχημα μεταφοράς σκουπιδιών: Ο δρόμος έκλεισε / το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
[λόγ. απορριμματ- (απόρριμμα) -ο- + -φόρος]