Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: απόρθητος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
απόρθητος -η -ο [apórθitos] Ε5 : 1.που δεν τον κυρίευσαν, που δεν μπορούν να τον κυριεύσουν· άπαρτος: Aπόρθητο κάστρο / φρούριο / οχυρό / ύψωμα / τείχος. 2. (μτφ., για πρόσ.) που δεν υποκύπτει εύκολα: Aυτή η γυναίκα είναι απόρθητη, δεν υποκύπτει σε ερωτικές επιθέσεις.

[λόγ. < αρχ. ἀπόρθητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
απόρθητος, -η, -ο [apórθitos] (L)
  • impregnable, unconquerable, inexpugnable, unassailable (syn απαραβίαστος 1c, άπαρτος 2b, απάτητος 4b):
    • ~ βράχος, χώρος |
    • απόρθητη ακρόπολη, πολιτεία, τοποθεσία |
    • απόρθητες βουνοσειρές, πύλες |
    • απόρθητο εμπόδιο, κάστρο, καταφύγιο, κτίριο, λημέρι, οχυρό |
    • απόρθητη κοπέλα a hard-to-get girl |
    • έκλεισαν την πρωτεύουσά τους ολόγυρα μ' ένα απόρθητο πελασγικό τείχος (Varelas) |
    • ο Kαραγκιόζης ξεφεύγει τρυπώνοντας στην απόρθητη καλύβα του (GIoannou) |
    • η ψυχή του σοφού είναι απόρθητη από τις απολαύσεις (Papanoutsos, adapted) |
    • τη δημοκρατία πρέπει να την προστατέψουμε, γιατί δεν είναι απόρθητη (Vrettakos)

[fr kath απόρθητος ← PatrG, K (pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες