Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόπνοια [apópnia] η, (L)
- ① effusion of vapor, fumes or odor, exhalation, exudation, reek:
- ~ μόσχου |
- απόπνοιες βενζίνας, θειαφιού, ραδίου, τσιγάρων |
- η ~ του κήπου, του σώματος |
- η ~ από τ' αποκαΐδια τις έπνιγε (TAthanasiadis) |
- παλιά αραγμένα καΐκια αναδίνουν την ασφυχτική ~ του συνωστισμού (Panagiotop) |
- από τ' ανοιχτό παράθυρο, οι θερμές απόπνοιες της κουφόβρασης έμπαιναν παντοδύναμες (Karagatsis) |
- διαχύνονταν στα σοκάκια δυνατές απόπνοιες τσιγαριζομένων σκωτιών (Ouranis)
- ② fig emanation, suggestion, breath, aura:
- θεολογική, ποιητική ~ |
- ~ βυζαντινού τροπαρίου |
- οι Mποντλερικές απόπνοιες της φωνής του σμίξανε με τόνους συγκινητικά ανθρώπινους (Karantonis) |
- καταστάλαξε στο Tολέδο, στην πολιτεία με τις απόπνοιες τις μαυριτανικές (Papatsonis)
[fr kath απόπνοια ← PatrG, K, AG]
- ① effusion of vapor, fumes or odor, exhalation, exudation, reek: