Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόπλυμα [apóplima] το, usu pl αποπλύματα τα,
- ① water that has been used for washing or rinsing, dirty wash water, rinsings (syn αποζούμι, απόνερο, ξέπλυμα):
- έχεις μια γεύση στο στόμα· σα να σου δώσανε να πιεις αποπλύματα μπουγάδας (Tsirkas) |
- πήγαινα κοιτάζοντας χάμου, για να πηδάω τις γούβες με τ' αποπλύματα (id.)
- ② watery kitchen refuse, swill, slops:
- σε λιγάκι βγήκε κ' η παπαδιά, για να χύσει τ' αποπλύματα των ψαριών της (Xenop) |
- το γουρούνι χλαπάκιζε το ~ της σκάφης (Prevelakis) |
- poem η πόρτα ανοίγει κι αποπλύματα φαγιά τους ρίχνει η βάρδια (Kazantz Od 10.387)
- ③ fig useless refuse, dregs:
- σιγά σιγά θα μείνουν στην πατρίδα μόνο τα αποπλύματα και οι ωχρές περιφερόμενες φυσιογνωμίες (GIoannou) |
- το ποίημα κάθιζε μέσα σε σκάφη από μανιερίστικα αποπλύματα (Tsirkas)
[fr postmed (Somavera) απόπλυμα ← PatrG, K]
- ① water that has been used for washing or rinsing, dirty wash water, rinsings (syn αποζούμι, απόνερο, ξέπλυμα):