Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- απόπλους ο [apóplus] Ο16 : (λόγ.) η αναχώρηση πλοίου από το λιμάνι. ANT κατάπλους: Εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής απαγορεύτηκε ο ~ όλων των πλοίων.
[λόγ. < αρχ. ἀπόπλους]
[Λεξικό Γεωργακά]
- απόπλους [apóplus] ο, pl απόπλοι οι, (L) naut
- sailing, departure (syn απόπλευση):
- ετοιμασία, ώρα απόπλου |
- έπνεαν σφοδροί άνεμοι εντάσεως 7-8 μποφόρ με αποτέλεσμα να απαγορευθούν οι απόπλοι μικρών σκαφών |
- τη στιγμή της αναχώρησης απαγορεύθηκε ο ~ (Thrylos) |
- ασυναγώνιστος πράκτορας τουρισμού η άνοιξη τραβά τις άγκυρες και σε ωθεί στον εαρινό απόπλου (Palaiologos)
[fr kath απόπλους ← K (pap), AG]
- sailing, departure (syn απόπλευση):